-
1 συνερκτικος
3досл. припирающий к стене, перен. убедительный(Arph. - v. l. συνερτικός)
-
2 συνερκτικός
συνερκτικόςdriving: masc nom sg -
3 συνερκτικός
A driving his opponent into a corner, cogent, Ar.Eq. 1378 codd.: Sch., συνείρων τοὺς λόγους, points to [full] συνερτικός (συνείρω 11
).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνερκτικός
-
4 συνερκτικός
συν-ερκτικός, ή, όν, vom Redner, die Beweise geschickt verbindend -
5 συν-ερκτικός
συν-ερκτικός, ή, όν, vom Redner, die Beweise geschickt verbindend, συνερκτικὸς γάρ ἐστι καὶ περαντικός, Ar. Equ. 1375.
-
6 συνερτικος
-
7 συνερτικός
A v. συνερκτικός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνερτικός
См. также в других словарях:
συνερκτικός — driving masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνερκτικός — ή, όν, Α βλ. συνερτικός … Dictionary of Greek
συνερτικός — και συνερκτικός, ή, όν, Α [συνείρω] (για ρήτορα) αυτός που συνδέει με δεξιοτεχνία τον λόγο του και κατατροπώνει τον αντίπαλό του … Dictionary of Greek