1 συνεπᾴδω
συνεπαείδετ' Ἄρτεμιν E.IA 1492
συνεπᾴδειν ἐπῳδήν Thphr.HP9.10.4
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεπᾴδω