-
1 συνεπουλωσις
См. также в других словарях:
συνεπούλωσις — ώσεως, ἡ, Α [συνεπουλοῡμαι] (για έλκος) πλήρης επούλωση … Dictionary of Greek
συνεπουλώσεως — συνεπουλώσεω̆ς , συνεπούλωσις scarring quite over fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)