Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συνεπιταχύνω

См. также в других словарях:

  • συνεπιταχύνω — Α [ἐπιταχύνω] 1. επιταχύνω κι εγώ («συνεπιταχύνειν τὴν κίνησιν», Πλούτ.) 2. επισπεύδω κάτι από κοινού ή συγχρόνως με άλλον («ὥστε τὸν μὲν Ἄγιν συνεξορμᾱν καὶ συνεπιταχύνειν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • συνεπιταχύνειν — συνεπιταχύ̱νειν , συνεπιταχύνω join in hastening pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεπιταχύνων — συνεπιταχύ̱νων , συνεπιταχύνω join in hastening pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»