-
1 συνεπιταχυνω
-
2 συνεπιταχύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεπιταχύνω
-
3 συνεπιταχύνω
-
4 συνεπιταχύνειν
συνεπιταχύ̱νειν, συνεπιταχύνωjoin in hastening: pres inf act (attic epic) -
5 συνεπιταχύνων
συνεπιταχύ̱νων, συνεπιταχύνωjoin in hastening: pres part act masc nom sg
См. также в других словарях:
συνεπιταχύνω — Α [ἐπιταχύνω] 1. επιταχύνω κι εγώ («συνεπιταχύνειν τὴν κίνησιν», Πλούτ.) 2. επισπεύδω κάτι από κοινού ή συγχρόνως με άλλον («ὥστε τὸν μὲν Ἄγιν συνεξορμᾱν καὶ συνεπιταχύνειν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
συνεπιταχύνειν — συνεπιταχύ̱νειν , συνεπιταχύνω join in hastening pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπιταχύνων — συνεπιταχύ̱νων , συνεπιταχύνω join in hastening pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)