-
1 συνεπισκεπτομαι
вместе рассматривать, сообща исследовать(ἐκ τῶν ἀπορουμένων λόγων Arst.; τί τινι и τι μετά τινος Plat.)
-
2 συνεπισκέπτομαι
V 3-0-0-0-0=3 Nm 1,49; 2,33; 26,62A: to muster [τινα] Nm 1,49P: to be numbered among, to be enumerated along with in the census [ἔν τινι] Nm 2,33; id. [ἐν μέσῳ τινός] Nm 26,62;Cf. DORIVAL 1994, 200 -
3 συνεπισκοπεω
Xen., Plut. = συνεπισκέπτομαι См. συνεπισκεπτομαι -
4 συν-επι-σκοπέω
συν-επι-σκοπέω, mit, zugleich, zusammen beschauen, untersuchen, praes. zu συνεπισκέπτομαι, Xen. Mem. 4, 7, 8 u. Sp., wie Luc. Icarom. 11.
См. также в других словарях:
συνεπισκέπτομαι — Α [ἐπισκέπτομαι] επισκοπώ, εξετάζω προσεκτικά κάτι μαζί με άλλους … Dictionary of Greek
συνεπίσκεψις — έψεως, ἡ, Μ [συνεπισκέπτομαι] η από κοινού με άλλον εξέταση … Dictionary of Greek