Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συνεπικρύπτω

См. также в других словарях:

  • συνεπικρύπτω — Α [ἐπικρύπτω] επικαλύπτω συγχρόνως ή μαζί …   Dictionary of Greek

  • συνεπικρυπτόντων — συνεπικρύπτω help to conceal pres part act masc/neut gen pl συνεπικρύπτω help to conceal pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεπικρύψαι — συνεπικρύπτω help to conceal aor inf act συνεπικρύψαῑ , συνεπικρύπτω help to conceal aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεπικρύψομαι — συνεπικρύπτω help to conceal aor subj mid 1st sg (epic) συνεπικρύπτω help to conceal fut ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεπικρύπτειν — συνεπικρύπτω help to conceal pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεπικρύπτεσθαι — συνεπικρύπτω help to conceal pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεπικρύπτοντος — συνεπικρύπτω help to conceal pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… …   Dictionary of Greek

  • συνεπικρύψας — συνεπικρύψᾱς , συνεπικρύπτω help to conceal aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»