-
1 συνεπηνώρθωσα
σύν, ἐπί-ἀνορθόωset up again: aor ind act 1st sg (attic epic ionic) -
2 συνεπανορθοω
(aor. συνεπηνώρθωσα) вместе восстанавливать, вновь приводить в порядок(τὰ τῆς πόλεως πράγματα Dem.; τέν Βοιωτίαν ἐπταικυῖαν Polyb.)
-
3 συνεπανορθόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεπανορθόω
См. также в других словарях:
συνεπηνώρθωσα — σύν , ἐπί ἀνορθόω set up again aor ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)