-
1 συνεπεκτεινω
См. также в других словарях:
συνεπεκτείνω — Α 1. επεκτείνω, εξαπλώνω μαζί ή συγχρόνως με κάποιον («συνεπεκτείνεται παντὶ τῷ κατ ἐπιγάστριον χωρίῳ», Γαλ.) 2. εκτείνω ή προβάλλω επίσης κάτι εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
1 συνεπεκτεινω
συνεπεκτείνω — Α 1. επεκτείνω, εξαπλώνω μαζί ή συγχρόνως με κάποιον («συνεπεκτείνεται παντὶ τῷ κατ ἐπιγάστριον χωρίῳ», Γαλ.) 2. εκτείνω ή προβάλλω επίσης κάτι εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek