-
1 συνεξαρχω
-
2 συνεξάρχω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεξάρχω
-
3 συνεξάρχω
συν-εξ-άρχω, mit anfangen, der erste sein; womit den Anlaß geben
См. также в других словарях:
συνεξάρχω — ΜΑ μσν. είμαι αρχηγός μαζί ή ταυτοχρόνως με άλλον αρχ. αρχίζω μαζί ή συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξάρχω «κάνω αρχή, αρχίζω»] … Dictionary of Greek