-
1 συνεξικμαζω
-
2 συνεξικμάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεξικμάζω
-
3 συνεξικμάζω
-
4 συνεξικμάζει
συνεξικμάζωexude: pres ind mp 2nd sgσυνεξικμάζωexude: pres ind act 3rd sg -
5 συνεξικμάζειν
συνεξικμάζωexude: pres inf act (attic epic)
См. также в других словарях:
συνεξικμάζω — Α αποβάλλω κάτι με μορφή υγρασίας μαζί με κάτι άλλο («διὰ τὴν ἀκαθαρσίαν τοῡ σώματος ἡ κίνησις... συνεξικμάζει τὰ περιττώματα μετὰ τοῡ ἱδρῶτος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξικμάζω «αποβάλλω υγρασία»] … Dictionary of Greek
συνεξικμάζει — συνεξικμάζω exude pres ind mp 2nd sg συνεξικμάζω exude pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξικμάζειν — συνεξικμάζω exude pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)