-
1 συνεξανιστημι
1) вместе или одновременно подниматьτούτοις ἅμα συνεξαναστάς ἐπὴ Βέρροιαν ἤλαυνε Plut. — поднявшись вместе с ними, (Пирр) двинулся на Беррею2) одновременно возбуждать(τοῖς πάθεσι τῆς ψυχῆς Plut.)
3) med. (aor. 2 συνεξανέστην и pf. συνεξανέστηκα) восставать, возмущаться(πρός τι Plut.)
συνεξαναστῆναι τοῖς καιροῖς Polyb. — восстать при благоприятствующих обстоятельствах;δῆμος ἐνθουσιῶν καὴ συνεξανιστάμενος Plut. — народ, охваченный волнением и восстанием -
2 συνεξανίστημι
A stir up or excite together, Plu.2.44c.II [voice] Pass., with [tense] aor. 2 and [tense] pf.[voice] Act., rise and come forth with, Id.Ages.12; to be roused to action or ready for action with or together,ἅμα τισί Id.Pyrrh.11
;πρός τι Id.Dem.18
, Cat. Mi.59;σ. τοῖς καιροῖς Plb.16.9.4
.3 to be in enthusiastic sympathy with, τούτῳ ταῖς ὁρμαῖς, of the crowd at a wrestling-match, Plb.27.9.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεξανίστημι
-
3 συνεξανίστημι
συν-εξ-αν-ίστημι, mit od. zugleich aufstehen lassen, einen von seinen Wohnsitzen wegbringen, verweisen; auch = mit in Aufstand bringen, aufwiegeln; intr., mit, zugleich aufstehen und weggehen, aufbrechen; auch = sich zugleich empören, zugleich einen Aufruhr machen; συνεξαναστῆναι τοῖς καιροῖς, bei dargebotener Gelegenheit -
4 συνεξαναστάντα
συνεξανίστημιstir up: aor part act neut nom /voc /acc plσυνεξανίστημιstir up: aor part act masc acc sg -
5 συνεξαναστάντων
συνεξανίστημιstir up: aor part act masc /neut gen plσυνεξανίστημιstir up: aor imperat act 3rd pl -
6 συνεξανιστάμενον
συνεξανίστημιstir up: pres part mp masc acc sgσυνεξανίστημιstir up: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
7 συνεξανέστη
συνεξανίστημιstir up: plup ind act 1st sgσυνεξανίστημιstir up: aor ind act 3rd sg -
8 συνεξανισταμένη
συνεξανίστημιstir up: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
9 συνεξανισταμένης
συνεξανίστημιstir up: pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) -
10 συνεξανισταμένου
συνεξανίστημιstir up: pres part mp masc /neut gen sg -
11 συνεξανισταμένους
συνεξανίστημιstir up: pres part mp masc acc pl -
12 συνεξανιστάμενοι
συνεξανίστημιstir up: pres part mp masc nom /voc pl -
13 συνεξανίστανται
συνεξανίστημιstir up: pres ind mp 3rd pl -
14 συνεξανίστασθαι
συνεξανίστημιstir up: pres inf mp -
15 συνεξανίσταται
συνεξανίστημιstir up: pres ind mp 3rd sg -
16 συνεξανίστησιν
συνεξανίστημιstir up: pres ind act 3rd sg -
17 συγκατεξανιστημι
-
18 συγ-κατ-εξ-αν-ίστημι
συγ-κατ-εξ-αν-ίστημι, bei Plut. Alex. 16 v. l. für συνεξανίστημι.
-
19 συνεξαναστήναι
-
20 συνεξαναστῆναι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συνεξανίστημι — Α [ἐξανίστημι] 1. διεγείρω ή εξεγείρω, ξεσηκώνω μαζί («ἀεὶ δὲ λυπεῑ τοὺς ἀκροωμένους, ἀνασοβῶν καὶ συνεξανιστὰς παρὰ γνώμην», Πλούτ.) 2. (μέσ. ή παθ.) συνεξανίσταμαι α) προσέρχομαι με κάποιον β) κάνω κάτι ή προετοιμάζομαι για κάτι ταυτοχρόνως με… … Dictionary of Greek
συνεξαναστάντα — συνεξανίστημι stir up aor part act neut nom/voc/acc pl συνεξανίστημι stir up aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξαναστάντων — συνεξανίστημι stir up aor part act masc/neut gen pl συνεξανίστημι stir up aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξανιστάμενον — συνεξανίστημι stir up pres part mp masc acc sg συνεξανίστημι stir up pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξανέστη — συνεξανίστημι stir up plup ind act 1st sg συνεξανίστημι stir up aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξαναστῆναι — συνεξανίστημι stir up aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξανισταμένη — συνεξανίστημι stir up pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξανισταμένης — συνεξανίστημι stir up pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξανισταμένου — συνεξανίστημι stir up pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξανισταμένους — συνεξανίστημι stir up pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξανιστάμενοι — συνεξανίστημι stir up pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)