-
1 συν-εξ-ανύτω
συν-εξ-ανύτω, att. = Folgdm; Plut. de sanit. tuend. p. 409; absolut, im Laufe einholen, wobei man τὸν δρόμον ergänzt, qu. gr. 30. – Vgl. συνεξαμιλλᾶσϑαι.
-
2 συν-εξ-αμιλλάομαι
συν-εξ-αμιλλάομαι, mit, zugleich einen Wettkampf beginnen, Plut. de sanit. tuend. p. 409, ϑνητὸν ἀϑανάτοις καὶ γηγενὲς Ὀλυμπίοις συνεξαμιλλᾶσϑαι καὶ συνεξανύτειν.
См. также в других словарях:
συνεξαμιλλώμαι — άομαι, Α ανταγωνίζομαι κάποιον («θνητὸν ἀθανάτοις... συνεξαμιλλᾱσθαι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαμιλλῶμαι «αγωνίζομαι»] … Dictionary of Greek
συνεξανύω — και συνεξανύτω Α 1. φέρνω εις πέρας, αποπερατώνω, τελειώνω 2. συμβάλλω στην εκτέλεση κάποιου έργου («προσβιαζόμενοι θνητὸν ἀθανάτῳ καὶ γηγενὲς Ὀλυμπίῳ συνεξαμιλλᾱσθαι καὶ συνεξανύτειν», Πλούτ.) 3. διατρέχω το ίδιο διάστημα με κάποιον, είμαι ίσος… … Dictionary of Greek