-
1 συνεκφερω
1) вместе выносить (покойника), т.е. участвовать в похоронной процессии Thuc.2) вместе уносить, увлекать3) выводить, представлять, изображать4) выводить прочь, извергать(τι τῷ νοσήματι Plut.)
5) вместе переносить, испытывать(τι Eur.)
-
2 συνεκφέρω
см. συνεκφωνώ
См. также в других словарях:
συνεκφέρω — ΝΑ νεοελλ. (σχετικά με λέξεις ή φθόγγους) εκφωνώ μαζί, συμπροφέρω αρχ. 1. εκφέρω μαζί, ιδίως για ενταφιασμό, συνοδεύω την κηδεία κάποιου 2. παρακολουθώ κηδεία 3. εκφράζω μαζί ή συγχρόνως («συνεκφέρειν τῇ μορφῇ τὴν ἀρετήν», Πλούτ.) 4. αποβάλλω… … Dictionary of Greek
συνεκφέρω — προφέρω, εκφωνώ μαζί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυνεκφέρει — συνεκφέρω carry out together pres ind mp 2nd sg συνεκφέρω carry out together pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκφερόμενον — συνεκφέρω carry out together pres part mp masc acc sg συνεκφέρω carry out together pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκφερόντων — συνεκφέρω carry out together pres part act masc/neut gen pl συνεκφέρω carry out together pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκφέρει — συνεκφέρω carry out together pres ind mp 2nd sg συνεκφέρω carry out together pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκφέρον — συνεκφέρω carry out together pres part act masc voc sg συνεκφέρω carry out together pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκφέρου — συνεκφέρω carry out together pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) συνεκφέρω carry out together imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκφέρουσιν — συνεκφέρω carry out together pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συνεκφέρω carry out together pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξέφερον — συνεκφέρω carry out together imperf ind act 3rd pl συνεκφέρω carry out together imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξήνεγκε — συνεκφέρω carry out together aor ind act 3rd sg συνεκφέρω carry out together aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)