Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

συνεκπέσσω

См. также в других словарях:

  • συνεκπέσσω — και αττ. τ. συνεκπέττω Α 1. χωνεύω κάτι εντελώς 2. συντελώ στην πλήρη πέψη 3. βοηθώ στην ωρίμανση 4. (σχετικά με κρασί) καθιστώ κατάλληλο για πόση («συνεκπέττειν τὸν οἶνον», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκπέσσω «χωνεύω, αφομοιώνω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεκπέττει — συνεκπέσσω digest pres ind mp 2nd sg (attic) συνεκπέσσω digest pres ind act 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκπέττοντα — συνεκπέσσω digest pres part act neut nom/voc/acc pl (attic) συνεκπέσσω digest pres part act masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκπέττειν — συνεκπέσσω digest pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκπέττεσθαι — συνεκπέσσω digest pres inf mp (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκπέττεται — συνεκπέσσω digest pres ind mp 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»