-
1 συνεκβαλείν
συνεκβάλλωcast out along with: aor inf act (attic epic doric)συνεκβάλλωcast out along with: fut inf act (attic epic doric) -
2 συνεκβαλεῖν
συνεκβάλλωcast out along with: aor inf act (attic epic doric)συνεκβάλλωcast out along with: fut inf act (attic epic doric)
См. также в других словарях:
συνεκβαλεῖν — συνεκβάλλω cast out along with aor inf act (attic epic doric) συνεκβάλλω cast out along with fut inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκβάλλω — ΝΜΑ [ἐκβάλλω] αποβάλλω κάτι συγχρόνως νεοελλ. αρχ. (αμτβ.) (για ποταμό) εκβάλλω, χύνομαι μαζί με κάποιον άλλον («συνεκβάλλουσιν εἰς τὸν Εὔξεινον», Αιλ.) αρχ. εκδιώκω κάποιον μαζί ή από κοινού με κάποιον άλλον («τοὺς τυράννους συνεκβαλεῑν… … Dictionary of Greek