-
1 συν-εθίζω
συν-εθίζω (s. ἐϑίζω), womit od. wozu gewöhnen; Thuc. 4, 34; μηδὲν ἕτερον ἑτέρῳ ξυνεϑίζειν μηδὲ φίλον ποιεῖν, Plat. Rep. IX, 589 a; συνειϑισμένον, Soph. 236, d; συνεϑιστέον τὰ σκοτεινὰ ϑεάσασϑαι, Rep. VII, 520 c; μελέτα περὶ καλῶν ἐπιτηδευμάτων λέγειν, ἵνα συνεϑισϑῇς ὅμοια τοῖς εἰρημένοις φρονεῖν, damit du dich zugleich gewöhnst, Isocr. 2, 38; ἡμεῖς δὲ ἑαυτοὺς χρῆσϑαι λόγοις συνεϑίζομεν, Plut. Symp. VII prooem. u. öfter; εἰ τὰ βέλτιστα ὑμᾶς ἀκούειν συνεϑίζω, Dem. 13, 13; αἷς ἔδει συνειϑίσϑαι τοὺς ἱππεῖς, Pol. 10, 21, 1.
См. также в других словарях:
συνειθισμένον — συνεθίζω accustom perf part mp masc acc sg συνεθίζω accustom perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεθίζω — Α [ἐθίζω] 1. κάνω κάποιον να συνηθίσει σε κάτι («τὰ βέλτιστ ἀκούειν ὑμᾱς συνεθίζω», Δημοσθ.) 2. καθιστώ κάτι σύνηθες, κοινό 3. (αμτβ.) αποκτώ μια συνήθεια, συνηθίζω κάτι («ἐν ταῑς ἁπλαῑς... διαίταις συνεθίζειν», Επίκ.) 4. φρ. «συνειθισμένον ἦν»… … Dictionary of Greek