Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συνεισκρίνω

См. также в других словарях:

  • συνεισκρίνω — ΜΑ συνεισάγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσκρίνω «εισάγω, ενεργώ ώστε να μπεί κάτι μέσα»] …   Dictionary of Greek

  • κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»