-
1 συνεῖπον
συνεῖπον, imper.Aσύνειπε Hyp.Lyc.20
, [tense] aor. of συναγορεύω or σύμφημι :— speak with any one, confirm what another says,τί τινι Isoc. 20.22
, cf. X.Cyr.4.2.46, etc.; opp. ἀντειπεῖν, Lys.12.34.2 σ. τισί advocate their cause, Is.4.1, cf.D.21.206: generally, help, further,σ. ταῖς ἐπιθυμίαις τινός Isoc.Ep.3.3
.4 1 [tense] aor. [voice] Med. συνειπάμην, agree, conspire, c. inf., LXXDa.2.9, D.H.5.51: abs., συνειπάμεναι ἐπένθησαν ib.48; καθάπερ σοι συνειπάμην as I arranged with you, PCair.Zen.229.6 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεῖπον
См. также в других словарях:
συνείπον — Α (αόρ. β τού συναγορεύω, ή τού σύμφημι) 1. ομιλώ μαζί με κάποιον και, ιδίως, επιβεβαιώνω κάτι που κάποιος άλλος λέει («εἰ δὲ τις τῶν παρόντων ἔχει τί μοι συνειπεῑν, ἀναβὰς εἰς ὑμᾱς λεγέτω», Ισοκρ.) 2. συμφωνώ με κάποιον 3. υπερασπίζω κάποιον… … Dictionary of Greek