-
1 συνδακνω
(fut. συνδήξομαι)1) кусать, перегрызать Arst.2) сжимать зубамиσ. τὸ στόμιον Xen. — закусывать удила;
σ. τὸ πνεῦμα Diog.L. — задерживать дыхание
См. также в других словарях:
συνδάκνω — Α 1. (κυρίως για άλογο) δαγκώνω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο 2. συντρίβω κάτι κλείνοντας τα δόντια μου 3. παθ. συνδάκνομαι Ν αισθάνομαι πολύ δυνατό πόνο, σφίγγω τα δόντια από τον πόνο 4. φρ. «συνδάκνω τὸ πνεῡμα» κρατώ την αναπνοή μου (Κερκ … Dictionary of Greek
συνδάκνει — συνδάκνω bite together pres ind mp 2nd sg συνδάκνω bite together pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδάκνοντι — συνδάκνω bite together pres part act masc/neut dat sg συνδάκνω bite together pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδάκῃ — συνδάκνω bite together aor subj mp 2nd sg συνδάκνω bite together aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδακών — συνδάκνω bite together aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδηχθῇ — συνδάκνω bite together aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδάκνων — συνδάκνω bite together pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεδήχθησαν — συνδάκνω bite together aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάκνω — (AM) 1. δαγκώνω, πληγώνω με τα δόντια 2. κεντώ, ερεθίζω 3. (για τον νου, το πνεύμα ή την καρδιά) λυπώ, στενοχωρώ («δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μύθος» ο λόγος στενοχώρησε τον Έκτορα) μσν. διαπερνώ, διατρυπώ αρχ. 1. σφίγγω απλώς ή κρατώ κάτι με τα δόντια … Dictionary of Greek