-
1 συνδυασμος
ὅ1) сочетание по два, сдвоенность, спаренность2) спаривание, соитие Arst. -
2 συνδυασμός
συνδυασμόςa being taken two together: masc nom sg -
3 συνδυασμός
ο1) сочетание; комбинация;συνδυασμός παράνομης και νόμιμης δουλείας — сочетание нелегальной и легальной работы;
2) сопоставление, проведение аналогии;3) см. σύνδεση 3; 4) список кандидатов (партии, блока, группировки) -
4 συνδυασμός
[сикдиазмос] ουσ α сочетание, комбинация, сопоставление, ассоциация. -
5 συνδυασμός
συνδῠ-ασμός, ὁ,A a being taken two together, πάντες οἱ ἐνδεχόμενοι ς. all possible combinations of one and one (i.e. of n things two at a time), Arist.Pol. 1290b35, cf. 1294b2.2 mating, copulation, Hp.Mul.2.146 vulg. (om. Littré), Arist. Pol. 1335a11; esp. of animals, Id.HA 539b26, al.; ἐκ συνδυασμοῦ γίνεσθαι ib. 539a27;σ. πρὸς τὴν θήλειαν Id.GA 720b29
; τὸ ὄργανον τὸ πρὸς τὸν ς. ib. 717b14.II in Law, collusion, PTeb.703.274 (iii B.C.), Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνδυασμός
-
6 συνδυασμός
συν-δυασμός, ὁ, Verbindung zweier Personen od. Sachen; das Durchstechen des Richters mit einer Partei -
7 συνδυασμός
assortiment -
8 συνδυασμός
zestawienie (n) rzecz. -
9 συνδυασμός
spojení -
10 συνδυασμός
combinationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συνδυασμός
-
11 συνδυασμοί
συνδυασμόςa being taken two together: masc nom /voc pl -
12 συνδυασμούς
συνδυασμόςa being taken two together: masc acc pl -
13 συνδυασμόν
συνδυασμόςa being taken two together: masc acc sg -
14 συν-δοιασμός
συν-δοιασμός, ὁ, = συνδυασμός (?).
-
15 συνταίριασμα
-
16 συνδυασμοίς
-
17 συνδυασμοῖς
-
18 συνδυασμού
-
19 συνδυασμοῦ
-
20 συνδυασμώ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συνδυασμός — a being taken two together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδυασμός — ο, ΝΜΑ [συνδυάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνδυάζω, η τοποθέτηση ορισμένων πραγμάτων κατά ζεύγη νεοελλ. 1. διάταξη ή τοποθέτηση πραγμάτων ώστε να αποτελέσουν ένα αρμονικό σύνολο, συνταίριασμα («συνδυασμός χρωμάτων») 2. συσχέτιση ή… … Dictionary of Greek
συνδυασμός — ο 1. συνταίριασμα: Δεν είναι καλός ο συνδυασμός των χρωμάτων. 2. τοποθέτηση ανά δύο: Ο συνδυασμός θάλασσας και βουνού θα ωφελήσει πολύ την υγεία του. 3. εναρμόνιση μέσων προς εξασφάλιση της επιτυχίας: Κατάφερε με διάφορους συνδυασμούς να κερδίσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωταργόλη — Συνδυασμός πρωτεΐνης και αργύρου που χρησιμοποιείται ως φάρμακο. Είναι σκόνη πολύ λεπτή, κίτρινη και διαλύεται εύκολα στο νερό· περιέχει περίπου 8% άργυρο. Eίναι δραστικότατο αντισηπτικό, δεν ερεθίζει και χρησιμοποιείται στην οφθαλμιατρική,… … Dictionary of Greek
συνδυασμοῖς — συνδυασμός a being taken two together masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδυασμοί — συνδυασμός a being taken two together masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδυασμοῦ — συνδυασμός a being taken two together masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδυασμούς — συνδυασμός a being taken two together masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδυασμῶν — συνδυασμός a being taken two together masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδυασμῷ — συνδυασμός a being taken two together masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδυασμόν — συνδυασμός a being taken two together masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)