Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

συνδυάζω

  • 1 συνδυάζω

    [синдиазо] р. сочетать, комбинировать, сопоставлять, ассоциировать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συνδυάζω

  • 2 комбинировать

    συνδυάζω, συνθέτω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > комбинировать

  • 3 совмещать

    συνδυάζω, ταιριάζω
    - отверстия - τις οπές/τρύπες

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > совмещать

  • 4 сблизить

    сближу, сблизишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сближенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. πλησιάζω, ζυγώνω, σιμώνω, προσεγγίζω παραθέτω•

    сблизить ветви дерева πλησιάζω τα κλαδιά του δέντρου•

    сблизить электроды πλησιάζω τα ηλεκτρόδια•

    сблизить ножки циркуля συγκλίνω τα σκέλη του διαβήτη.

    || συνδέω• συνδυάζω•

    сблизить науку и производство συνδυάζω την επιστήμη με την παραγωγή•

    сблизить теорию с практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη.

    || συνδέω, ενώνω•

    одинаковые интересен -ли нас τα ίδια (κοινά) συμφέροντα μας συνέδεσαν.

    2. εξαλείφω μερικά τη διαφορά• μικραίνω τη διαφορά•

    сблизить умственный труд с физическим μικραίνω τη διαφορά μεταξύ πνευματικής και χειρονακτικής εργασίας•

    сблизить город с деревней εξαλείφω τη μεγάλη διαφορά της πόλης και του χωριού.

    1. πλησιάζω, έρχομαι κοντά, κοντοζυγώνω, σιμώνω, προσεγγίζω.
    2. μτφ. αποκτώ συνάφεια ή σύνδεση, συσχετίζομαι• συνδέομαι, ενώνομαι. || αποκτώ ομοιότητα, προσομοιάζω

    Большой русско-греческий словарь > сблизить

  • 5 сочетать

    ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. συνδυάζω•

    сочетать личные интересы с общественными συνδυάζω τα ατομικά συμφέροντα με τα κοινωνικά•

    сочетать краски κάνω συνδυασμό χρωμάτων•

    сочетать теорию с практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη.

    2. ενώνω, συνδέω•

    сочетать браком συνδέω με γάμο.

    1. συνδυάζομαι.
    2. συνδέομαι, ενώνομαι (κυρίως για γάμο).

    Большой русско-греческий словарь > сочетать

  • 6 сочетать

    сочетать συνδυάζω \сочетаться συνδυάζομαι
    * * *

    Русско-греческий словарь > сочетать

  • 7 сочетать

    сочетать
    сов и несов συνδυάζω:
    \сочетать тео́рню с практикой συνδυάζω τή θεωρία μέ τήν πρακτική.

    Русско-новогреческий словарь > сочетать

  • 8 связать

    свяжу, свяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. связанный, βρ: -зал, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. δένω•

    связать кому руки вервкой δένω κάποιου τα χέρια με τριχιά•

    связать свои вещи δένω τα πράγματα μου•

    связать в узел δένω κόμπο.

    2. συνδέω, ενώνω•

    связать брусья в раму συνδέω τα δοκάρια σε πλαίσια.

    || μτφ. περιορίζω, περιστέλλω• συγκρατώ•

    связать инициативу масс περιορίζω την πρωτοβουλία των μαζών•

    связать себя словом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο•

    меня -ла се-миная жизнь με έδεσε (καθήλωσε) η οικογενειακή ζωή.

    3. μτφ. συνδέω συγκοινωνιακά.
    4. συσταινω, γνωρίζω, σχετίζω.
    5. συνδυάζω•

    личные интересен с общественными συνδυάζω τα ατομικά συμφέροντα με τα κοινωνικά.

    || συνεπιφέρω, συνεπάγομαι, έχω ως αποτέλεσμα•

    поездка связана с большими расходами το ταξίδι συνεπάγεται μεγάλα έξοδα,

    6. τΐλέκω•

    связать носки πλέκω αντρικές κάλτσες.

    7. (χημ.) ενώνω, κάνω ένωση (στοιχείων).
    εκφρ.
    связать язык кому – κάνω κάποιον να δαγκώσει τη γλώσσα του, να το βουλώσει (να σιγήσει)•
    связать концы с концами – συνταιριάζω, κάνω.να συμφωνήσουν•
    по рукам и ногам кого ή связать руки кому – δένω χειροπόδαρα κάποιον ή δένω τα χέρια κάποιου (καθιστώ ανίσχυρο να αντιδράσει)•
    не мочь связать двух слов – δε μπορώ να αρθρώσω δυο λέξεις.
    1. δένομαι•

    акробат -лся хорошо ο ακροβάτης δέθηκε καλά.

    2. επικοινωνώ, συνδέομαι•

    связать по телефону επικοινωνώ με το τηλέφωνο,

    3. συνάπτω (πιάνω) σχέσεις, συσχετίζομαι•

    не -тесь с ними μη σχετίζεστε με αυτούς.

    4. συνδυάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > связать

  • 9 совмещать

    ρ.δ.μ.
    1. συνδυάζω, (συν)ταιριάζω• συσχετίζω• συμβιβάζω•

    совмещать работу с учбой συνδυάζω τη δουλειά με τη σπουδή•

    я не могу, совмещать этого с моими убеждениями δε μπορώ να συμβιβάζω αυτό με τις πεποιθήσεις μου.

    1. συνδυάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. συμπίπτω.

    Большой русско-греческий словарь > совмещать

  • 10 совокупить

    -плю, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. совокупленный, βρ: -лен, -лена, -лено ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος)• συνδέω, συνενώνω, συνδυάζω•

    совокупить разнородные понятия συνδυάζω διαφορετικές έννοιες.

    1. συνδέομαι, συνενώνομαι, συνδυάζομαι.
    2. συνουσιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > совокупить

  • 11 согласить

    -ашу, -асишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. соглашнный, βρ: -шн, -шена, -шено
    ρ.σ.μ.
    1. (παλ. κ. γραπ. λόγος)• συνδυάζω, συνταιριάζω• συμβιβάζω•

    согласить личные интересы с общественными συνδυάζω τα ατομικά συμφέροντα με τα κοινωνικά•

    согласить противоречия συμβιβάζω (συγκερνώ) τις αντιθέσεις.

    2. παλ. συμφιλιώνω.
    3. (παλ. κ. απλ.) πείθω.
    1. συμφωνώ, συναινώ, συγκατατίθεμαι•

    согласить на операцию συγκατατίθεμαι για εγχείρηση.

    2. παραδέχομαι, αποδέχομαι•

    согласить с выводами комиссии συμφωνώ με τα συμπεράσματα της επιτροπής.

    3. ομογνωμώ, ομοφωνώ.

    Большой русско-греческий словарь > согласить

  • 12 соединить

    ρ.σ.μ.
    1. συνδέω, (συν)ενώνω•

    -провода συνδέω τα καλώδια•

    соединить мостом συνδέω με γέφυρα•

    соединить силы συνενώνω τις δυνάμεις.

    || συναρμολογώ. || μτφ. συνάπτω•

    соединить браком συνδέω με γάμο,

    2. συνδυάζω1• соединить теорию с практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη•

    соединить храбрость с хладнокровием συνδυάζω τη γενναιότητα με την ψυχραιμία.

    3. (χημ.) ενώνω•

    соединить водород с кислородом ενώνω το υδρογόνο με το οξυγόνο.

    || αναμειγνύω, ανακατώνω•

    соединить краски κάνω συνδυασμό χρωμάτων.

    1. συνδέομαι, (συν)ενώνομαι•

    концы вервки -лись οι άκρες της τριχιάς ενώθηκαν•

    соединить телефоном συνδέομαι με τηλέφωνο•

    соединить браком συνδέομαι με γάμο.

    || συναρμολογούμαι.
    2. συνδυάζομαι•

    в нём -лись разнородные способности σ αυτόν συνδυάστηκαν διαφορετικές ικανότητες,

    3. (χημ.) ενώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > соединить

  • 13 увязать

    увяжу, увяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. увязанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. δένω, δεματιάζω, κάνω δέμα• συσκευάζω. || περιδένω• περιτυλίγω.
    2. μτφ. συνδέω• συνδυάζω•

    увязать теорию с практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη.

    1. δένομαι• δεματιάζομαι, γίνομαι δέμα• συσκευάζομαι•

    вещи хорошо -лись τα πράγματα καλά δέθηκαν.

    2. μτφ. κολλώ, προσκολλιέμαι, πηγαίνω κοντά, ακολουθώ κατά πόδι•

    собака -лась за нами το σκυλί μας κόλλησε, μας πήρε στο κοντό.

    3. συνδυάζομαι.
    -аю, -аешь
    ρ.δ.
    βλ. увязнуть.

    Большой русско-греческий словарь > увязать

  • 14 согласовывать

    1. (приводить в нужное соотношение, в соответствие с чем-л.) συνδυάζω, συντονίζω 2. (получать согласие на что-л.) συμφωνώ 3. грам. συμφωνώ
    - подлежащее со сказуемым - το υποκείμενο με το κατηγόρημα/ρήμα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > согласовывать

  • 15 сочетать

    (соединять, совмещать) συνδυάζω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сочетать

  • 16 увязать

    (связать, соединяя в одно) δένω, σχετίζω, συνδέω, συνδυάζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > увязать

  • 17 ассоциацияировать

    ассоциация||ировать
    сов и несов συνδυάζω.

    Русско-новогреческий словарь > ассоциацияировать

  • 18 комбинировать

    комбинировать
    несов συνδυάζω, συναρμολογώ.

    Русско-новогреческий словарь > комбинировать

  • 19 приятный

    приятн||ый
    прил εὐχάριστος, τερπνός, ἀρεστός, ἀπολαυστικός:
    соединить \приятныйое с полезным συνδυάζω τό τερπνόν μετά τοῦ ὠφελίμου.

    Русско-новогреческий словарь > приятный

  • 20 совмещать

    совмещ||ать
    несов συνδυάζω, συμβιβάζω.

    Русско-новогреческий словарь > совмещать

См. также в других словарях:

  • συνδυάζω — join one and one pres subj act 1st sg συνδυάζω join one and one pres ind act 1st sg συνδυάζω join one and one pres subj act 1st sg συνδυάζω join one and one pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυάζω — συνδυάζω, συνδύασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συνδυάζω — ΝΜΑ ενώνω ανά δύο, βάζω δύο πράγματα κατά ζεύγη (α. «συνδυάζει το τερπνόν μετά τού ωφελίμου», παροιμ. φρ. β. «οἳ συνδυάζουσι πρὸς τὴν ἱππικὴν δύναμιν καὶ τὴν ὁπλιτικήν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. διευθετώ κατάλληλα ή κάνω κάτι αρμονικό με κάτι άλλο,… …   Dictionary of Greek

  • συνδυάζω — συνδύασα, συνδυάστηκα, συνδυασμένος 1. συνταιριάζω, κάνω κάτι αρμονικό με κάτι άλλο: Θα το συνδυάσω αυτό το παντελόνι μ ένα πουκάμισο ανάλογου χρώματος. 2. συσχετίζω: Αν συνδυάσεις τις δύο κυβερνητικές δηλώσεις θα καταλήξεις στο συμπέρασμα ότι η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνδυάσουσιν — συνδυάζω join one and one aor subj act 3rd pl (epic) συνδυάζω join one and one fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συνδυάζω join one and one fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) συνδυάζω join one and one aor subj act 3rd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυάσω — συνδυάζω join one and one aor subj act 1st sg συνδυάζω join one and one fut ind act 1st sg συνδυάζω join one and one aor subj act 1st sg συνδυάζω join one and one fut ind act 1st sg συνδυάζω join one and one aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυαζομένων — συνδυάζω join one and one pres part mp fem gen pl συνδυάζω join one and one pres part mp masc/neut gen pl συνδυάζω join one and one pres part mp fem gen pl συνδυάζω join one and one pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυαζόμενον — συνδυάζω join one and one pres part mp masc acc sg συνδυάζω join one and one pres part mp neut nom/voc/acc sg συνδυάζω join one and one pres part mp masc acc sg συνδυάζω join one and one pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυασθέντα — συνδυάζω join one and one aor part pass neut nom/voc/acc pl συνδυάζω join one and one aor part pass masc acc sg συνδυάζω join one and one aor part pass neut nom/voc/acc pl συνδυάζω join one and one aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυάζει — συνδυάζω join one and one pres ind mp 2nd sg συνδυάζω join one and one pres ind act 3rd sg συνδυάζω join one and one pres ind mp 2nd sg συνδυάζω join one and one pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυάζον — συνδυάζω join one and one pres part act masc voc sg συνδυάζω join one and one pres part act neut nom/voc/acc sg συνδυάζω join one and one pres part act masc voc sg συνδυάζω join one and one pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»