-
1 συνδρομαίς
-
2 συνδρομαῖς
См. также в других словарях:
συνδρομαῖς — συνδρομή tumultuous concourse fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 συνδρομαίς
2 συνδρομαῖς
συνδρομαῖς — συνδρομή tumultuous concourse fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)