-
1 συνδρομη
ἥ (тж. σ. τοῦ λαοῦ NT.)1) стечение, наплыв, сборище, большая толпа Arst., Polyb.διαλύσεις καὴ πάλιν συνδρομαὴ τῶν ἀνθρώπων ἦσαν Plut. — люди (Сертория) то разбегались, то опять собирались;
ἀπὸ συνδρομῆς Diod. — толпами2) скопление, прилив(αἵματος εἴς τι Arst.)
3) результат, заключение, тж. вывод(τοῦ λόγου Anth.)
-
2 συνδρομή
η1) взнос; взносы;κομματική συνδρομή — партийные взносы;
συνδρομή μέλους — членские взносы;
2) пожертвования;(подписной) взнос;συνδρομή των πτωχών — пожертвование в пользу бедных;
3) содействие, помощь;με την συνδρομή — при содействии, с помощью;
4) стечение, совпадение (обстоятельств и т. п.);συνδρομή ευνοϊκών όρων — стечение благоприятных обстоятельств;
5) подписка (на журнал и т. п.);συνδρομή στην εφημερίδα — подписка на газету;
6) абонемент;7) см. σύνδρομο -
3 συνδρομή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συνδρομή
-
4 συνδρομή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συνδρομή
-
5 συνδρομή
стечение, сборище, скопление.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > συνδρομή
-
6 συνδρομή
[синдроми] ουσ. Θ. помощь, содействие, подписка, абонированиеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συνδρομή
-
7 συνδρομή
[синдроми] ουσ θ помощь, содействие, подписка, абонирование. -
8 θαλαμικός
η, ό[ν] камерный, комнатный;§ θαλαμική συνδρομή мед. — таламический синдром
-
9 κομματικός
-
10 4890
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4890
См. также в других словарях:
συνδρομῇ — συνδρομή tumultuous concourse fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομή — tumultuous concourse fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομή — η, ΝΜΑ 1. συρροή, συσσώρευση (α. «συνδρομή δυσμενών συγκυριών» β. «ἐφάνη συνδρομή τις ἀγαθῶν», Στράβ.) 2. ιατρ. άθροισμα συμπτωμάτων, σύνδρομο νεοελλ. 1. περιοδική χρηματική συνεισφορά που καταβάλλεται από κάποιον με σκοπό την ενίσχυση ενός έργου … Dictionary of Greek
συνδρομή — η 1. περιοδική προσφορά χρημάτων: Δεν πλήρωνε τη συνδρομή του και τον διέγραψαν από το σύλλογο. 2. βοήθεια, συμπαράσταση: Με τη συνδρομή των φίλων του ξεπέρασε όλες τις δυσκολίες. – Ζητήθηκε η συνδρομή των πολιτών για τη σύλληψη των κακοποιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνδρομαῖς — συνδρομή tumultuous concourse fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομαί — συνδρομή tumultuous concourse fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομῆς — συνδρομή tumultuous concourse fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομήν — συνδρομή tumultuous concourse fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομῶν — συνδρομή tumultuous concourse fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
άθροισμα — Το συγκεντρωμένο πλήθος ανθρώπων ή πραγμάτων. (Βοτ.) Ταξινομική μονάδα κατάταξης των φυτών, αντίστοιχη του όρου φύλο, που χρησιμοποιείται για τη συστηματική κατάταξη των ζώων. Το φυτικό βασίλειο υποδιαιρείται συνολικά σε 17 α. ή διαιρέσεις:… … Dictionary of Greek