Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συνδιατρίβω

См. также в других словарях:

  • συνδιατρίβω — συνδιατρί̱βω , συνδιατρίβω pass pres subj act 1st sg συνδιατρί̱βω , συνδιατρίβω pass pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιατρίβω — Α 1. περνώ τον καιρό μου με κάποιον («τοὺς συνδιατρίβοντας Σωκράτει» τους μαθητές τού Σωκράτους, Ξεν.) 2. ζω μαζί με κάποιον συνεχώς 3. (σχετικά με άψυχα) ασχολούμαι με κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διατρίβω «παραμένω,… …   Dictionary of Greek

  • συνδιατρῖβον — συνδιατρίβω pass pres part act masc voc sg συνδιατρίβω pass pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιέτριβεν — συνδιατρίβω pass aor ind pass 3rd pl (epic) συνδιέτρῑβεν , συνδιατρίβω pass imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιατριβῇ — συνδιατρίβω pass aor subj pass 3rd sg συνδιατριβή bring up together with fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιατρῖψαι — συνδιατρίβω pass aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνδιατρίψει — ξυνδιατρί̱ψει , συνδιατρίβω pass aor subj act 3rd sg (epic) ξυνδιατρί̱ψει , συνδιατρίβω pass fut ind mid 2nd sg ξυνδιατρί̱ψει , συνδιατρίβω pass fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιατρίβετε — συνδιατρί̱βετε , συνδιατρίβω pass pres imperat act 2nd pl συνδιατρί̱βετε , συνδιατρίβω pass pres ind act 2nd pl συνδιατρί̱βετε , συνδιατρίβω pass imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιατρίβῃ — συνδιατρί̱βῃ , συνδιατρίβω pass pres subj mp 2nd sg συνδιατρί̱βῃ , συνδιατρίβω pass pres ind mp 2nd sg συνδιατρί̱βῃ , συνδιατρίβω pass pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιατρίψει — συνδιατρί̱ψει , συνδιατρίβω pass aor subj act 3rd sg (epic) συνδιατρί̱ψει , συνδιατρίβω pass fut ind mid 2nd sg συνδιατρί̱ψει , συνδιατρίβω pass fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιατρίψω — συνδιατρί̱ψω , συνδιατρίβω pass aor subj act 1st sg συνδιατρί̱ψω , συνδιατρίβω pass fut ind act 1st sg συνδιατρί̱ψω , συνδιατρίβω pass aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»