Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συνδιαταράσσω

См. также в других словарях:

  • συνδιαταράσσω — Α διαταράσσω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («τὴν... τότε σύστασιν καὶ κοινωνίαν αὐτῶν... ἑνί λίθῳ καὶ ψόφῳ συνδιαταράξειν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • συνδιαταράξειν — συνδιαταράσσω alarm all at once fut inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»