-
1 συνδιαταρασσω
атт. συνδιατᾰράττω приводить в полное замешательство
См. также в других словарях:
συνδιαταράσσω — Α διαταράσσω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («τὴν... τότε σύστασιν καὶ κοινωνίαν αὐτῶν... ἑνί λίθῳ καὶ ψόφῳ συνδιαταράξειν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
συνδιαταράξειν — συνδιαταράσσω alarm all at once fut inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)