-
1 συνδιαπολεμεω
вместе воевать до конца
См. также в других словарях:
ξυνδιαπολεμήσασαι — ξυνδιαπολεμήσᾱσαι , συνδιαπολεμέω carry on a war along with aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)