-
1 συνδιαπεραινω
См. также в других словарях:
συνδιαπεραίνω — Α περατώνω κάτι από κοινού με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαπεραίνω «περατώνω, αποτελειώνω»] … Dictionary of Greek
1 συνδιαπεραινω
συνδιαπεραίνω — Α περατώνω κάτι από κοινού με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαπεραίνω «περατώνω, αποτελειώνω»] … Dictionary of Greek