Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συνδιαιτητής

См. также в других словарях:

  • συνδιαιτητής — joint arbitrator masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιαιτητής — ο, ΝΑ [συνδιαιτῶ, ῶμαι] διαιτητής μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον νεοελλ. (κυρίως) άτομο που διαιτητεύει αθλητικό αγώνα μαζί με άλλον αρχ. αυτός που ζει μαζί με κάποιον, σύνοικος …   Dictionary of Greek

  • συνδιαιτητήν — συνδιαιτητής joint arbitrator masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιαιτητῶν — συνδιαιτητής joint arbitrator masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιαιτητάς — συνδιαιτητά̱ς , συνδιαιτητής joint arbitrator masc acc pl συνδιαιτητά̱ς , συνδιαιτητής joint arbitrator masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδίαιτος — ὁ, ΜΑ [συνδιαιτῶμαι] σύνοικος, συνδιαιτητής («θεῶν τελῶν συνδίαιτος», Τζέτζ.) …   Dictionary of Greek

  • συνδιαιτησία — η, Ν [συνδιαιτητής] η από κοινού διαιτησία …   Dictionary of Greek

  • συνδιαιτητεύω — Ν [συνδιαιτητής] διαιτητεύω από κοινού …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»