-
1 συνδιαιτητης
-
2 συνδιαιτητής
συνδιαιτητήςjoint arbitrator: masc nom sg -
3 συνδιαιτητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνδιαιτητής
-
4 συνδιαιτητής
συν-διαιτητής, ὁ, u. συν-δίαιτος, (1) der mit einem anderen zusammen wohnt u. lebt; (2) Mitschiedsrichter -
5 συνδιαιτητήν
συνδιαιτητήςjoint arbitrator: masc acc sg (attic epic ionic) -
6 συνδιαιτητάς
συνδιαιτητά̱ς, συνδιαιτητήςjoint arbitrator: masc acc plσυνδιαιτητά̱ς, συνδιαιτητήςjoint arbitrator: masc nom sg (epic doric aeolic) -
7 συνδιαιτητών
-
8 συνδιαιτητῶν
-
9 συνδίαιτος
συνδῐαιτ-ος, ὁ,A = συνδιαιτητής 11, Ant.Lib.30.4;θεῶν Tz. H.5.464
; τινι Hierocl.p.54A.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνδίαιτος
-
10 Fellow
subs.One of the same age: Ar. and P. ἡλικιώτης, ὁ, P. and V. ἧλιξ, ὁ or ἡ, V. ὁμῆλιξ, ὁ or ἡ, συνῆλιξ, ὁ or ἡ.One of a pair: P. and V. ἅτερος (ὁ ἕτερος).Ho! fellow: P. and V. οὗτος σύ or οὗτος alone.Fellow-ambassador: P. συμπρεσβευτής, ὁ.Be fellow-ambassador, v.: P. συμπρεσβεύειν.Fellow-arbitrator, subs.: P. συνδιαιτητής, ὁ.Be fellow-citizen with, v.: P. συμπολιτεύεσθαι (dat.).Fellow-commissioners: P. συμπρέσβεις, οἱ.Fellow-conspirators: P. οἱ συμπράσσοντες.FelIow-countryman: use fellow-citizen.Fellow-craftsman: P. ὁμότεχνος, ὁ.Fellow-exile: P. συμφυγάς, ὁ or ἡ.Fellow-farmer: Ar. συγγέωργος, ὁ.Fellow-feeling: P. and V. τὸ ταὐτὰ πάσχειν.Fellow-guard: P. συμφύλαξ, ὁ.Fellow-guardian or trustee: P. συνεπίτροπος, ὁ.Fellow-inhabitant: P. and V. σύνοικος, ὁ or ἡ.Fellow-juryman: Ar. συνδικαστής, ὁ.Fellow-magistrate: P. συνάρχων, ὁ.Fellow-prisoner: P. συνδεσμώτης, ὁFellow-reveller: Ar. and V. σύγκωμος, ὁ or ἡ.Fellow-sailor: P. and V. συνναύτης, ὁ, σύμπλους, ὁ, V. συνναυβάτης, ὁ.Partnership: P. and V κοινωνία, ἡ.Fellowship in: P. and V. κοινωνία, ἡ (gen.).Fellow-slave P. and V. σύνδουλος, ὁ or ἡ, P. ὁμόδουλος, ὁ or ἡ.Fellow-soldier: P. συστρατιώτης, ὁ, σύσκηνος, ὁ, V. συνασπιστής, ὁ, παρασπιστής, ὁ, P. and V. λοχίτης, ὁ (Xen.).Fellow-spectator, subs.: P. συνθεατής, ὁ.Fellow-traveller: P. and V. συνέμπορος, ὁ or ἡ, V. συμπράκτωρ ὁδοῦ.Fellow-traveller on board ship: P. and V. σύμπλους, ὁ, συνναύτης, ὁ, V. συνναυβάτης, ὁ.Fellow-worker: P. and V. συνεργός, ὁ or ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fellow
См. также в других словарях:
συνδιαιτητής — joint arbitrator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιαιτητής — ο, ΝΑ [συνδιαιτῶ, ῶμαι] διαιτητής μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον νεοελλ. (κυρίως) άτομο που διαιτητεύει αθλητικό αγώνα μαζί με άλλον αρχ. αυτός που ζει μαζί με κάποιον, σύνοικος … Dictionary of Greek
συνδιαιτητήν — συνδιαιτητής joint arbitrator masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιαιτητῶν — συνδιαιτητής joint arbitrator masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιαιτητάς — συνδιαιτητά̱ς , συνδιαιτητής joint arbitrator masc acc pl συνδιαιτητά̱ς , συνδιαιτητής joint arbitrator masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδίαιτος — ὁ, ΜΑ [συνδιαιτῶμαι] σύνοικος, συνδιαιτητής («θεῶν τελῶν συνδίαιτος», Τζέτζ.) … Dictionary of Greek
συνδιαιτησία — η, Ν [συνδιαιτητής] η από κοινού διαιτησία … Dictionary of Greek
συνδιαιτητεύω — Ν [συνδιαιτητής] διαιτητεύω από κοινού … Dictionary of Greek