Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συνδημιουργός

См. также в других словарях:

  • συνδημιουργός — fellow workman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδημιουργός — ὁ, ΜΑ και δωρ. τ. συνδαμιοργός Α [δημιουργός] 1. αυτός που δημιουργεί μαζί με άλλον ή συγχρόνως με άλλον («ὁ Υἱὸς γέγονε συνδημιουργὸς τῷ Πατρί», Επιφάν.) 2. (ο δωρ. τ. στον πληθ.) τοί συνδαμιοργοί (στους Λοκρούς) οι από κοινού άρχοντες …   Dictionary of Greek

  • συνδημιουργούς — συνδημιουργός fellow workman masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδημιουργόν — συνδημιουργός fellow workman masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • συμπλάστης — ο, ΝΜ νεοελλ. βοτ. το σύνολο τών πρωτοπλαστών τών κυττάρων τού φυτού ως μία ενότητα, δεδομένου ότι οι πρωτοπλάστες τών μεμονωμένων κυττάρων συνδέονται με πλασμοδέσμες μέσω τών κυτταρικών τοιχωμάτων μσν. συνδημιουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * +… …   Dictionary of Greek

  • συμποιητής — ὁ, Μ [συμποιῶ] (για τα πρόσ. τής Αγίας Τριάδας) συνδημιουργός …   Dictionary of Greek

  • συνδαμιοργός — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. συνδημιουργός …   Dictionary of Greek

  • συνδημιουργώ — έω, ΜΑ [συνδημιουργός] 1. δημιουργώ από κοινού με άλλον 2. δημιουργώ ταυτόχρονα με άλλον …   Dictionary of Greek

  • Βαρέλα, Φρανθίθκο — (Francisco Varela, Χιλή 1946 – Παρίσι 2001). Χιλιανός βιολόγος. Πτυχιούχος του Καθολικού Πανεπιστημίου της Χιλής, το 1970 ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στη βιολογία στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και τον ίδιο χρόνο εξελέγη αναπληρωτής καθηγητής… …   Dictionary of Greek

  • ԱՐԱՐՉԱԿԻՑ — (կից, ցաց.) NBH 1 0341 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c ա. συνδημιουργήσας, συνδημιουργός socius creationis, συγκτίζων simul creans Արարիչ ʼի միասին. համագործ. որպէս որդի եւ հոգի Սուրբ միով արարչական կարողութեամբ ընդ հօր …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»