Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

συνδέω

  • 1 сблокировать

    συνδέω
    συνενώνω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сблокировать

  • 2 включать

    1. (подавать питание на двигатель, аппарат и т.п.) βάζω μπρος, συνδέω 2. (реле) ενεργοποιώ 3. (подключать что-л. в цепь или к цепи) συνδέω 4. (контактор, пускатель, рубильник и т.п.) κλείνω (π.χ. επαφή) 5. (соединять) συνδέω 6. (в состав чего-л.) μπαίνω
    συμπεριλαμβάνω
    7. (зацепление, сцепление) βάζω, συμπλέκω
    - первую{}вторую{} передачу - πρώτη/δεύτερη μετάδοση

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > включать

  • 3 соединить

    ρ.σ.μ.
    1. συνδέω, (συν)ενώνω•

    -провода συνδέω τα καλώδια•

    соединить мостом συνδέω με γέφυρα•

    соединить силы συνενώνω τις δυνάμεις.

    || συναρμολογώ. || μτφ. συνάπτω•

    соединить браком συνδέω με γάμο,

    2. συνδυάζω1• соединить теорию с практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη•

    соединить храбрость с хладнокровием συνδυάζω τη γενναιότητα με την ψυχραιμία.

    3. (χημ.) ενώνω•

    соединить водород с кислородом ενώνω το υδρογόνο με το οξυγόνο.

    || αναμειγνύω, ανακατώνω•

    соединить краски κάνω συνδυασμό χρωμάτων.

    1. συνδέομαι, (συν)ενώνομαι•

    концы вервки -лись οι άκρες της τριχιάς ενώθηκαν•

    соединить телефоном συνδέομαι με τηλέφωνο•

    соединить браком συνδέομαι με γάμο.

    || συναρμολογούμαι.
    2. συνδυάζομαι•

    в нём -лись разнородные способности σ αυτόν συνδυάστηκαν διαφορετικές ικανότητες,

    3. (χημ.) ενώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > соединить

  • 4 связывать

    связывать
    несов
    1. δένω:
    \связывать концы́ веревки δένω τίς ἄκρες τοῦ σχοινιοῦ· \связывать узлом δένω κόμπο· \связывать кому́-л. руки прям., перен δένω τά χέρια κάποιου·
    2. (устанавливать общение, связь) συνδέω·
    3. перен (устанавливать связь, зависимость) συνδέω:
    \связывать одно́ явление́ с другим συνδέω ἕνα φαινόμενο μέ ἄλλο·
    4. перен δεσμεύω, δένω:
    \связывать по рука́м и ногам δένω χεροπόδαρα· \связывать себя обещанием δεσμεύομαι μέ ὑπόσχεση· э́то связано с большими расходами αὐτό συνεπάγεται μεγάλα ἐξοδα \связываться
    1. (устанавливать связь, общение) ἐπικοινωνώ, συνδέομαι:
    \связываться по телефону συνδέομαι τηλεφωνικά, ἐπικοινωνώ διά τελεφώνου·
    2. (входить в какие-л. отношения) μπλέκομαι:
    не связывайся с ним! разг μή μπλέκεσαι μ' αὐτόν!, μή μπερδεύεσαι μαζί του!

    Русско-новогреческий словарь > связывать

  • 5 увязывать

    увязывать
    несов
    1. δένω, τυλίγω, κάνω μπόγο/ συνδέω (доски, балки)·
    2. перен (согласовывать) συνδέω, συντονίζω:
    \увязывать теорию с практикой συνδέω τή θεωρία μέ τήν πράξη.

    Русско-новогреческий словарь > увязывать

  • 6 связать

    свяжу, свяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. связанный, βρ: -зал, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. δένω•

    связать кому руки вервкой δένω κάποιου τα χέρια με τριχιά•

    связать свои вещи δένω τα πράγματα μου•

    связать в узел δένω κόμπο.

    2. συνδέω, ενώνω•

    связать брусья в раму συνδέω τα δοκάρια σε πλαίσια.

    || μτφ. περιορίζω, περιστέλλω• συγκρατώ•

    связать инициативу масс περιορίζω την πρωτοβουλία των μαζών•

    связать себя словом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο•

    меня -ла се-миная жизнь με έδεσε (καθήλωσε) η οικογενειακή ζωή.

    3. μτφ. συνδέω συγκοινωνιακά.
    4. συσταινω, γνωρίζω, σχετίζω.
    5. συνδυάζω•

    личные интересен с общественными συνδυάζω τα ατομικά συμφέροντα με τα κοινωνικά.

    || συνεπιφέρω, συνεπάγομαι, έχω ως αποτέλεσμα•

    поездка связана с большими расходами το ταξίδι συνεπάγεται μεγάλα έξοδα,

    6. τΐλέκω•

    связать носки πλέκω αντρικές κάλτσες.

    7. (χημ.) ενώνω, κάνω ένωση (στοιχείων).
    εκφρ.
    связать язык кому – κάνω κάποιον να δαγκώσει τη γλώσσα του, να το βουλώσει (να σιγήσει)•
    связать концы с концами – συνταιριάζω, κάνω.να συμφωνήσουν•
    по рукам и ногам кого ή связать руки кому – δένω χειροπόδαρα κάποιον ή δένω τα χέρια κάποιου (καθιστώ ανίσχυρο να αντιδράσει)•
    не мочь связать двух слов – δε μπορώ να αρθρώσω δυο λέξεις.
    1. δένομαι•

    акробат -лся хорошо ο ακροβάτης δέθηκε καλά.

    2. επικοινωνώ, συνδέομαι•

    связать по телефону επικοινωνώ με το τηλέφωνο,

    3. συνάπτω (πιάνω) σχέσεις, συσχετίζομαι•

    не -тесь с ними μη σχετίζεστε με αυτούς.

    4. συνδυάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > связать

  • 7 подводить

    1. (приближать, присоединять, доводить до чего-л.) παρέχω, συνδέω (με την παροχή) 2. (делать общий итог, приходить к общему выводу) συνοψίζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подводить

  • 8 присоединять

    1. (соединять) ενώνω 2. (прикреплять) συνδέω 3. хим. προσθέτω, ενώνω 4. эл. συνδέω, ενώνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > присоединять

  • 9 связывать

    1. (в пачку, пучок и т.п.) (επι)δένω, ενώνω 2. (действовать в качестве связующего материала) δένω 3. хим. δεσμεύω 4. (соединять, скреплять концы) συνδέω, ενώνω 5. (устанавливать связь для обмена информацией) συνδέω, έρχομαι σε επαφή.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > связывать

  • 10 соединять

    1. эл. ενώνω, συνδέω
    - последовательно - σε/εν σειρά
    2. (скреплять, связывать, смешивать вместе, объединять) ενώνω 3. (совмещать) συνδέω, ταιριάζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соединять

  • 11 объединить

    объединить, объединять ενώνω, συνδέω \объединиться ενώνομαι
    * * *
    = объединять
    ενώνω, συνδέω

    Русско-греческий словарь > объединить

  • 12 связать

    связать 1) δένω, ενώνω, συνδέω 2) см. вязать
    * * *
    1) δένω, ενώνω, συνδέω
    2) см. вязать

    Русско-греческий словарь > связать

  • 13 соединить

    соединить, соединять ενώνω» συνδέω \соединиться ενώνομαι
    * * *
    = соединять
    ενώνω, συνδέω

    Русско-греческий словарь > соединить

  • 14 состыковать

    состыковать συνδέω \состыковаться συνδέομαι
    * * *

    Русско-греческий словарь > состыковать

  • 15 соединить

    соединить
    сов, соединять несов
    1. ἐνώνω, σμίγω, συνενώνω·
    2. тех. συναρμολογώ, συνδέω:
    \соединить по телефону συνδέω μέ τό τηλέφωνο·
    3. хим. ἐνώνω.

    Русско-новогреческий словарь > соединить

  • 16 подключить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подключенный, βρ: -чен, -чена, -чено; ρ.σ.μ. ενώνω, συνδέω•

    подключить свет ανάβω το φως•

    подключить газ συνδέω το φωταέριο.

    1. ενώνομαι, συνδέομαι (για συσκευές κ.τ.τ.).
    2. -μπαίνω, συμμετέχω συμπεριλαβαίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подключить

  • 17 подсоединить

    ρ.σ.μ. συνδέω, ενώνω συνδέω τον ραδιοδέκτη στο ηλεκτρικό δίχτυ.

    Большой русско-греческий словарь > подсоединить

  • 18 приключить

    ρ.σ.μ.
    1. ενώνω, συνδέω• приключить πρό•

    приключить вод к сети συνδέω το καλώδιο στο(ηλεκτρικό) δίχτυ.

    2. (διαλκ.) προξενώ• δημιουργώ.
    συμβαίνω•

    вот что -лось... να τι συνέβηκε...

    Большой русско-греческий словарь > приключить

  • 19 присоединить

    ρ.σ.μ.
    1. (συν)ενώνω, συνδέω•

    присоединить провод к электрической сети συνδέω το καλώδιο στο ηλεκτρικό δίχτυ.

    2. συμπεριλαβαίνω συγκαταλέγω• συγκατατάσσω. || ενσωματώνω• προσαρτώ. || προσχωρώ, προσεταιρίζομαι, αποκτώ συνάφεια.

    Большой русско-греческий словарь > присоединить

  • 20 сблизить

    сближу, сблизишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сближенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. πλησιάζω, ζυγώνω, σιμώνω, προσεγγίζω παραθέτω•

    сблизить ветви дерева πλησιάζω τα κλαδιά του δέντρου•

    сблизить электроды πλησιάζω τα ηλεκτρόδια•

    сблизить ножки циркуля συγκλίνω τα σκέλη του διαβήτη.

    || συνδέω• συνδυάζω•

    сблизить науку и производство συνδυάζω την επιστήμη με την παραγωγή•

    сблизить теорию с практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη.

    || συνδέω, ενώνω•

    одинаковые интересен -ли нас τα ίδια (κοινά) συμφέροντα μας συνέδεσαν.

    2. εξαλείφω μερικά τη διαφορά• μικραίνω τη διαφορά•

    сблизить умственный труд с физическим μικραίνω τη διαφορά μεταξύ πνευματικής και χειρονακτικής εργασίας•

    сблизить город с деревней εξαλείφω τη μεγάλη διαφορά της πόλης και του χωριού.

    1. πλησιάζω, έρχομαι κοντά, κοντοζυγώνω, σιμώνω, προσεγγίζω.
    2. μτφ. αποκτώ συνάφεια ή σύνδεση, συσχετίζομαι• συνδέομαι, ενώνομαι. || αποκτώ ομοιότητα, προσομοιάζω

    Большой русско-греческий словарь > сблизить

См. также в других словарях:

  • συνδέω — συνδέω, σύνδεσα και συνέδεσα βλ. πίν. 5 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συνδέω — και σύνδεσα σύνδεσα, συνδέθηκα, συνδεμένος 1. ενώνω κάτι με κάτι άλλο: Σύνδεσε τη βρύση του σπιτιού με το κεντρικό δίκτυο. – Συνδέονται με στενή φιλία. 2. παθ., συνδέομαι έχω σχέσεις με κάποιον: Συνδέονται ερωτικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνδέω — συνδέομαι join in entreating pres subj act 1st sg συνδέομαι join in entreating pres ind act 1st sg συνδέω bind pres subj act 1st sg (epic doric ionic aeolic) συνδέω bind pres ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic parad form) συνδέω bind pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδέω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνδέω Α [δέω (II) / δένω] 1. ενώνω, δένω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα με σκοπό τη συγκράτησή τους 2. συνάπτω πνευματικούς, ψυχικούς ή άλλους δεσμούς ή και συμφέροντα με κάποιον (α. «τούς συνδέει στενή φιλία» β. «τὸ μὲν γὰρ… …   Dictionary of Greek

  • συνδήσοντα — συνδέω bind fut part act neut nom/voc/acc pl συνδέω bind fut part act masc acc sg συνδέω bind fut part act neut nom/voc/acc pl συνδέω bind fut part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδήσοντι — συνδέω bind fut part act masc/neut dat sg συνδέω bind fut ind act 3rd pl (doric) συνδέω bind fut part act masc/neut dat sg συνδέω bind fut ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδεδεμένα — συνδέω bind perf part mp neut nom/voc/acc pl συνδεδεμένᾱ , συνδέω bind perf part mp fem nom/voc/acc dual συνδεδεμένᾱ , συνδέω bind perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανασυνδέω — συνδέω εκ νέου, ξανασυνδέω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + συνδέω. Η λ., στον λόγιο τ. μτχ. θηλ. παθ. αορ. β’, ἀνασυνδεθεῖσαι, μαρτυρείται στον Κ. Κούμα] …   Dictionary of Greek

  • ξυνδεδεμένον — συνδέω bind perf part mp masc acc sg συνδέω bind perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνεδεδέατο — συνδέω bind plup ind pass 3rd pl (ionic) συνδέω bind plup ind mp 3rd pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδεδεμέναι — συνδέω bind perf part mp fem nom/voc pl συνδεδεμένᾱͅ , συνδέω bind perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»