Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συναίρω

См. также в других словарях:

  • συναίρω — take up together pres subj act 1st sg συναίρω take up together pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναιρώ — συναιρῶ, έω, ΝΜΑ [αἱρῶ] 1. κάνω συναίρεση δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου (α. «το ο και το ου συναιρούνται» β. «τὸ ε και το ᾱ συναιροῡνται εἰς η», Απόλλ. Δύσκ.) 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνηρημένος, η, ο(ν) αυτός που έχει υποστεί …   Dictionary of Greek

  • συναίρω — και ποιητ. τ. συναείρω Α 1. σηκώνω μαζί με κάποιον 2. συμφωνώ με κάποιον, πηγαίνω με το μέρος κάποιου («ἄλλως τε καὶ συναίρων τῷ Πλάτωνι περὶ τῆς τοῡ κόσμου γενέσεως ἐπαγγειλάμενος», Φιλοπ.) 3. συνάγω, συναθροίζω («τοὺς δὲ πυροὺς οἱ γεωργοῡντες… …   Dictionary of Greek

  • συναιρώ — συναίρεσα, συναιρέθηκα, συναιρεμένος, κυρίως το παθητ., συναιρούμαι παθαίνω συναίρεση: Στο ρήμα «αγαπάω» συναιρείται το α+ω σε ω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συναιρῶ — συναιρέω grasp pres subj act 1st sg (attic epic doric) συναιρέω grasp pres ind act 1st sg (attic epic doric) συναιρέω grasp pres subj act 1st sg (attic epic doric) συναιρέω grasp pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναίρεσθε — συναίρω take up together pres imperat mp 2nd pl συναίρω take up together pres ind mp 2nd pl συναίρω take up together imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναίρῃ — συναίρω take up together pres subj mp 2nd sg συναίρω take up together pres ind mp 2nd sg συναίρω take up together pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάρῃ — συναίρω take up together aor subj mid 2nd sg (epic doric aeolic) συνά̱ρῃ , συναίρω take up together aor subj mid 2nd sg συνά̱ρῃ , συναίρω take up together aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυναιρόμενον — συναίρω take up together pres part mp masc acc sg συναίρω take up together pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνάρηται — συναίρω take up together aor subj mid 3rd sg (epic doric aeolic) ξυνά̱ρηται , συναίρω take up together aor subj mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνήρατο — συναίρω take up together plup ind mp 3rd pl (epic) ξυνή̱ρατο , συναίρω take up together aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»