-
1 συν-απ-ίσταμαι
συν-απ-ίσταμαι, ionisch statt συναφίσταμαι, Her.
-
2 συναπίσταμαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναπίσταμαι
См. также в других словарях:
συναφίστημι — ΜΑ, και συναφιστάνω Μ, και ιων. τ. συναπίστημι και παθ. τ. συναπίσταμαι και αττ. τ. ξυναφίστημι Α παθ. συναφίσταμαι επαναστατώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον μσν. αποχωρώ, αποσύρομαι αρχ. 1. γίνομαι αίτιος τής αποστασίας κάποιου 2. κινώ σε επανάσταση … Dictionary of Greek