-
1 συναυλια
Iἥ [σύναυλος I]1) совместное звучание инструментов, концерт Soph., Arph.2) игра в сопровождении свирели Plat.3) поединок, единоборствоξ. δορός Aesch. — единоборство на копьях
IIἥ [σύναυλος II] совместная жизнь, сожительство Arst. -
2 συναυλία
η концерт -
3 συναυλία
[синавлиа] ουσ. θ. концерт.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συναυλία
-
4 συναυλία
[синавлиа] ουσ θ концерт. -
5 παρακολουθώ
(ε) μετ.1) идти следом, следовать (за кем-л.); 2) следить, наблюдать (за кем-чем-.ι.);παρακολουθώ με το βλέμμα — следить глазами;
παρακολουθώ τα γεγονότα — следить за событиями;
3) выслеживать;устраивать, устанавливать слежку, шпионить (за кем-л.); 4) посещать (кино, собрание и т. п.);παρακολουθώ τα μαθήματα — посещать занятия, уроки, лекции;
παρακολουθώ θεατρική παράσταση — смотреть спектакль;
παρακολουθώ συναυλία — слушать концерт
-
6 συνδρομητής
ο1) подписчик (журнала и т. п.);συνδρομητής στην εφημερίδα — подписчик на газету;
γίνομαι συνδρομητής — подписываться;
2) абонент; держатель абонемента;κατάλογος των συνδρομητήςών τηλεφώνου — книга абонентов телефонной сети;
συναυλία συνδρομητήςων — абонементный концерт;
3) жертвователь
См. также в других словарях:
συναυλία — συναυλίᾱ , συναυλία concert of lyre and flute fem nom/voc/acc dual συναυλίᾱ , συναυλία concert of lyre and flute fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναυλίᾳ — συναυλίαι , συναυλία concert of lyre and flute fem nom/voc pl συναυλίᾱͅ , συναυλία concert of lyre and flute fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναυλία — Η δημόσια εκτέλεση μουσικών έργων. Παλιότερα οι μουσικές συγκεντρώσεις γίνονταν μόνο σε ναούς, στους οποίους οι πιστοί παρακολουθούσαν δωρεάν τη σ. Σ. οργάνωναν και οι βασιλιάδες και πρίγκιπες στα ανάκτορά τους, τις οποίες παρακολουθούσαν μόνο οι … Dictionary of Greek
συναυλία — η εκτέλεση μουσικού έργου μπροστά σε ακροατήριο: Η κρατική ορχήστρα θα δώσει δύο συναυλίες στην πόλη μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυναυλία — συναυλίᾱ , συναυλία concert of lyre and flute fem nom/voc/acc dual συναυλίᾱ , συναυλία concert of lyre and flute fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυναυλίας — συναυλίᾱς , συναυλία concert of lyre and flute fem acc pl συναυλίᾱς , συναυλία concert of lyre and flute fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναυλίας — συναυλίᾱς , συναυλία concert of lyre and flute fem acc pl συναυλίᾱς , συναυλία concert of lyre and flute fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναυλίαι — συναυλία concert of lyre and flute fem nom/voc pl συναυλίᾱͅ , συναυλία concert of lyre and flute fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυναυλίαν — συναυλίᾱν , συναυλία concert of lyre and flute fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναυλίαν — συναυλίᾱν , συναυλία concert of lyre and flute fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναυλιῶν — συναυλία concert of lyre and flute fem gen pl συναυλίζομαι have dealings with fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)