-
1 συνασπισμός
[синаспизмос] ουσ. а. союз, лига, коалиция,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συνασπισμός
-
2 блок
блок м (группировка ) το μπλοκ ο συνασπισμός (коалиция)* * *м( группировка) το μπλοκ; ο συνασπισμός ( коалиция) -
3 коалиция
-
4 блок
блок Iм тех. ἡ τροχαλία, ὁ μακαρβς, τό καροϋλι:подвижной \блок ἡ κινητή τροχαλία.блок IIм полит ὁ συνασπισμός, ἡ ἔνωση, τό μπλοκ:\блок коммунистов н беспартийных ὁ συνασπισμός τῶν κομμουνιστών καί ἐξωκομματικών. -
5 блок
-
6 коалиция
-и θ.συνασπισμός, ένωση•против наполеона συνασπισμός κατά του Ναπολέοντα.
-
7 альянс
η συμμαχία, η ένωση, ο συνασπισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > альянс
-
8 блок
I.1.(механизм в форме колеса с жёлобом по окружности) о τρόχιλος, ο μακα-ράς, η τροχαλία* вертлюжный - στρεπτός -верхний - талей оттяжки мор. άνω - αντη-ρίδων2. (узел машины) το συγκρότημα ή μέρος της μηχανήςрезервный - см. запасной -3. стр. о ογκόλιθοςдоковый мор. - βάθρωνскуловой мор. - στα κυρτά μέρη της γάστραςII.(объединение партий, государств и т.д.) о συνασπισμός, η ένωση, το μπλοκ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > блок
-
9 коалиция
ο συνασπισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коалиция
-
10 лига
1. (общественно-политическое объединение) η ένωση, ο συνασπισμός 2. муз. η ένωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лига
-
11 союз
1. (единение, связь групп, обществ и т.п.) η συμμαχία, ο συνασπισμός 2. (государственное объединение, общественная организация) η ένωση, ο σύλλογοςτο σωματείο 3 (грам) ο σύνδεσμοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > союз
-
12 альянс
альянсм ὁ συνασπισμός. -
13 коалиционныййция
коалиционный||йцияж ὁ συνασπισμός. -
14 лига
лигаж1. ἡ ἐνωση [-ις], ὁ συνασπισμός, ἡ λίγκα:Лига Наций ἡ Κοινωνία τῶν Έθνῶν (Κ.Τ.Ε.)·2. муз. ἡ λεγγατούρα. -
15 альянс
[αλ'ιάνς] ουσ. α. συνασπισμός -
16 коалиция
[κααλίτσυγια] ουσ. θ. συνασπισμός -
17 лига
[λίγκα] ουσ. θ. συνασπισμός, ένωση -
18 альянс
[αλ'ιάνς] ουσ α συνασπισμός -
19 коалиция
[κααλίτσυγια] ουσ θ συνασπισμός -
20 лига
[λίγκα] ουσ θ συνασπισμός, ένωση
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συνασπισμός — holding of the shields together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνασπισμός — ο, ΝΜΑ [συνασπίζω] στενή συνεργασία, συμμαχία πολλών ατόμων μαζί, για την από κοινού ανάληψη μιας ενέργειας αλλά και για την επίτευξη κοινών στρατιωτικών, πολιτικών ή άλλων σκοπών νεοελλ. 1. η ομάδα τών ατόμων, ομάδων ή κρατών που συνασπίζονται… … Dictionary of Greek
συνασπισμός — ο ένωση για κοινή επιδίωξη ή άμυνα, συμμαχία: Ο εκλογικός νόμος δεν ευνοεί τους συνασπισμούς των κομμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Synaspismos — Συνασπισμός της Αριστεράς των κινημάτων και της Οικολογίας Synaspismós tis aristerás ton kinimáton ke tis ikologías … Deutsch Wikipedia
Synaspismós — Συνασπισμός της Αριστεράς των Κινημάτων και της Οικολογίας Synaspismós tīs Aristerás tōn Kinīmátōn kai tīs Oikologías Coalition of the Left of Movements and Ecology Leader Alexis Tsipras … Wikipedia
Coalition of the Radical Left — Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς Synaspismós Rizospastikís Aristerás Coalition of the Radical Left Leader Alexis Tsipras Founded 2004 … Wikipedia
Coalición de la Izquierda Radical — Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς Synaspismós Rizospastikís Aristerás Coalición de la Izquierda Radical Ideología política Izquierda, socialismo democrático, ecosocialismo. Afiliación internacional Partido de la Izquierda Europea … Wikipedia Español
ΣΕΝΤΟ — Συνασπισμός του Πακιστάν, της Μ. Βρετανίας, της Τουρκίας και του Ιράν. Η ονομασία του προερχόταν από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων (Central Treaty Organization = Οργάνωση Κεντρικής Συνθήκης). Ο συνασπισμός, που είχε διαδεχτεί ανάλογο συνασπισμό… … Dictionary of Greek
ξυνασπισμός — συνασπισμός , συνασπισμός holding of the shields together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αχαϊκή Συμπολιτεία — Συνασπισμός των μεγάλων πόλεων της Αχαΐας, ο οποίος ιδρύθηκε το 280 π.Χ., με αρχικά μέλη την Πάτρα, την Τριταία, τη Δύμη και τις Φαρρές. Στην ένωση αυτή, που έγινε σύντομα ισχυρότατη, προσχώρησαν ισότιμα και οι υπόλοιπες αχαϊκές πόλεις (Αίγιο,… … Dictionary of Greek
Δωρική εξάπολη — Συνασπισμός έξι δωρικών πόλεων που βρίσκονταν στα παράλια της Καρίας και στα γειτονικά νησιά. Οι πόλεις αυτές ήταν η Ιαλυσός, η Λίνδος και η Κάμιρος στη Ρόδο, η Κως, η Κνίδος και η Αλικαρνασσός. Οι Δωριείς κάτοικοι των πόλεων αυτών τελούσαν από… … Dictionary of Greek