Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

συνασπισμός

См. также в других словарях:

  • συνασπισμός — holding of the shields together masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνασπισμός — ο, ΝΜΑ [συνασπίζω] στενή συνεργασία, συμμαχία πολλών ατόμων μαζί, για την από κοινού ανάληψη μιας ενέργειας αλλά και για την επίτευξη κοινών στρατιωτικών, πολιτικών ή άλλων σκοπών νεοελλ. 1. η ομάδα τών ατόμων, ομάδων ή κρατών που συνασπίζονται… …   Dictionary of Greek

  • συνασπισμός — ο ένωση για κοινή επιδίωξη ή άμυνα, συμμαχία: Ο εκλογικός νόμος δεν ευνοεί τους συνασπισμούς των κομμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Synaspismos — Συνασπισμός της Αριστεράς των κινημάτων και της Οικολογίας Synaspismós tis aristerás ton kinimáton ke tis ikologías …   Deutsch Wikipedia

  • Synaspismós — Συνασπισμός της Αριστεράς των Κινημάτων και της Οικολογίας Synaspismós tīs Aristerás tōn Kinīmátōn kai tīs Oikologías Coalition of the Left of Movements and Ecology Leader Alexis Tsipras …   Wikipedia

  • Coalition of the Radical Left — Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς Synaspismós Rizospastikís Aristerás Coalition of the Radical Left Leader Alexis Tsipras Founded 2004 …   Wikipedia

  • Coalición de la Izquierda Radical — Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς Synaspismós Rizospastikís Aristerás Coalición de la Izquierda Radical Ideología política Izquierda, socialismo democrático, ecosocialismo. Afiliación internacional Partido de la Izquierda Europea …   Wikipedia Español

  • ΣΕΝΤΟ — Συνασπισμός του Πακιστάν, της Μ. Βρετανίας, της Τουρκίας και του Ιράν. Η ονομασία του προερχόταν από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων (Central Treaty Organization = Οργάνωση Κεντρικής Συνθήκης). Ο συνασπισμός, που είχε διαδεχτεί ανάλογο συνασπισμό… …   Dictionary of Greek

  • ξυνασπισμός — συνασπισμός , συνασπισμός holding of the shields together masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αχαϊκή Συμπολιτεία — Συνασπισμός των μεγάλων πόλεων της Αχαΐας, ο οποίος ιδρύθηκε το 280 π.Χ., με αρχικά μέλη την Πάτρα, την Τριταία, τη Δύμη και τις Φαρρές. Στην ένωση αυτή, που έγινε σύντομα ισχυρότατη, προσχώρησαν ισότιμα και οι υπόλοιπες αχαϊκές πόλεις (Αίγιο,… …   Dictionary of Greek

  • Δωρική εξάπολη — Συνασπισμός έξι δωρικών πόλεων που βρίσκονταν στα παράλια της Καρίας και στα γειτονικά νησιά. Οι πόλεις αυτές ήταν η Ιαλυσός, η Λίνδος και η Κάμιρος στη Ρόδο, η Κως, η Κνίδος και η Αλικαρνασσός. Οι Δωριείς κάτοικοι των πόλεων αυτών τελούσαν από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»