-
1 συναπιστημι
ион. = συναφίστημι См. συναφιστημι -
2 ξυναφιστημι
ион. συναπίστημι1) склонять к отпадению(τοὺς ξυμμάχους Thuc.)
2) med. (с aor. 2, pf. и ppf. act.) отлагаться, отпадатьσ. τινί Her., Thuc. — отпадать вместе с кем-л., ἀπό τινος Her. от кого-л.;
οἱ ξυναποστάντες Her. — участники восстания;τὰ ξυναφεστῶτα χωρία Thuc. — отпавшие территории -
3 συναφιστημι
ион. συναπίστημι1) склонять к отпадению(τοὺς ξυμμάχους Thuc.)
2) med. (с aor. 2, pf. и ppf. act.) отлагаться, отпадатьσ. τινί Her., Thuc. — отпадать вместе с кем-л., ἀπό τινος Her. от кого-л.;
οἱ ξυναποστάντες Her. — участники восстания;τὰ ξυναφεστῶτα χωρία Thuc. — отпавшие территории
См. также в других словарях:
συναφίστημι — ΜΑ, και συναφιστάνω Μ, και ιων. τ. συναπίστημι και παθ. τ. συναπίσταμαι και αττ. τ. ξυναφίστημι Α παθ. συναφίσταμαι επαναστατώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον μσν. αποχωρώ, αποσύρομαι αρχ. 1. γίνομαι αίτιος τής αποστασίας κάποιου 2. κινώ σε επανάσταση … Dictionary of Greek