Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συναπίστημι

См. также в других словарях:

  • συναφίστημι — ΜΑ, και συναφιστάνω Μ, και ιων. τ. συναπίστημι και παθ. τ. συναπίσταμαι και αττ. τ. ξυναφίστημι Α παθ. συναφίσταμαι επαναστατώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον μσν. αποχωρώ, αποσύρομαι αρχ. 1. γίνομαι αίτιος τής αποστασίας κάποιου 2. κινώ σε επανάσταση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»