-
1 συναπτος
3[adj. verb. к συνάπτω См. συναπτω]1) соединенный, связанный(ἡνίαι Arph.)
2) связный(αἱ πράξεις Arst.)
-
2 συναπτός
ός и ή, όν непрерывающийся; беспрерывный;επί πέντε συναπτά έτη — пять лет подряд
-
3 συναπτός
[синаптос] ас. соединенный. -
4 ασυναπτος
См. также в других словарях:
συναπτός — ή, ό / συναπτός, όν, ΝΜΑ, θηλ. και συναπτή, ΜΑ [συνάπτω] 1. ενωμένος, συνδεδεμένος 2. συνεχής, αδιάκοπος, αλλεπάλληλος (α. «η πολιορκία κράτησε τρία συναπτά έτη» β. «συναπτὰς ποιήσομεν τὰς πράξεις», Αριστοτ.) 3. το θηλ. ως ουσ. η συναπτή (στην… … Dictionary of Greek
συναπτόν — συναπτός joined together masc/fem acc sg συναπτός joined together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναπτοί — συναπτός joined together masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναπτούς — συναπτός joined together masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναπτά — συναπτός joined together neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναπτῶν — συναπτός joined together masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναπτῶς — συναπτός joined together adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναπτῷ — συναπτός joined together masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνοσύναπτος — ον, Α πυκνοσύγκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνῶς + συναπτός (< συνάπτομαι)] … Dictionary of Greek
συναπτή — η, ΝΜΑ βλ. συναπτός … Dictionary of Greek
συναπτώς — συναπτῶς ΝΜ, και συναπτά Ν βλ. συναπτός … Dictionary of Greek