-
1 συναποφαινομαι
1) равным образом высказывать(τι Aeschin.)
2) подтверждать, соглашаться(Isocr.; περί τινος Plut.)
σ. τινι ἄγειν τέν ἡσυχίαν Polyb. — быть единодушным с кем-л. в вопросе сохранения мира -
2 συναποφαίνομαι
συναποφαίνομαιpres ind mp 1st sg -
3 συναποφαίνομαι
συν-απο-φαίνομαι, mit od. zugleich seine Meinung sagen; mit beistimmen -
4 συναποπεφασμένον
συναποφαίνομαιperf part mp masc acc sgσυναποφαίνομαιperf part mp neut nom /voc /acc sg -
5 συναποπέφανται
συναποφαίνομαιperf ind mp 3rd pl (epic ionic)συναποφαίνομαιperf ind mp 3rd sg -
6 συναποφαινομένων
συναποφαίνομαιpres part mp fem gen plσυναποφαίνομαιpres part mp masc /neut gen pl -
7 συναποφαινόμενον
συναποφαίνομαιpres part mp masc acc sgσυναποφαίνομαιpres part mp neut nom /voc /acc sg -
8 συναποφηνάμενον
συναποφαίνομαιaor part mid masc acc sgσυναποφαίνομαιaor part mid neut nom /voc /acc sg -
9 συναπεφαίνοντο
συναποφαίνομαιimperf ind mp 3rd pl -
10 συναπεφηνάμην
συναποφαίνομαιaor ind mid 1st sg -
11 συναποφαινούσης
συναποφαίνομαιpres part act fem gen sg (attic epic ionic) -
12 συναποφαινόμενος
συναποφαίνομαιpres part mp masc nom sg -
13 συναποφαίνεται
συναποφαίνομαιpres ind mp 3rd sg -
14 συναποφαίνονται
συναποφαίνομαιpres ind mp 3rd pl -
15 συναποφηναμένου
συναποφαίνομαιaor part mid masc /neut gen sg -
16 συναποφηνάμενος
συναποφαίνομαιaor part mid masc nom sg -
17 συναποφήναιτο
συναποφαίνομαιaor opt mid 3rd sg -
18 συναποφήνασθαι
συναποφαίνομαιaor inf mid -
19 συναπέφηνε
συναποφαίνομαιaor ind act 3rd sg -
20 συν-επι-φαίνομαι
συν-επι-φαίνομαι (s. φαίνω), mit dabei erscheinen, bei Plut. discr. ad. et am. 31 neben συνεπιφάσκω, wo Reiske συναποφαίνομαι vermuthet.
См. также в других словарях:
συναποφαίνομαι — pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναποπεφασμένον — συναποφαίνομαι perf part mp masc acc sg συναποφαίνομαι perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναποπέφανται — συναποφαίνομαι perf ind mp 3rd pl (epic ionic) συναποφαίνομαι perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναποφαινομένων — συναποφαίνομαι pres part mp fem gen pl συναποφαίνομαι pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναποφαινόμενον — συναποφαίνομαι pres part mp masc acc sg συναποφαίνομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναποφηνάμενον — συναποφαίνομαι aor part mid masc acc sg συναποφαίνομαι aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναπεφαίνοντο — συναποφαίνομαι imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναπεφηνάμην — συναποφαίνομαι aor ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναποφαινούσης — συναποφαίνομαι pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναποφαινόμενος — συναποφαίνομαι pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναποφαίνεται — συναποφαίνομαι pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)