-
1 συναποικιζω
См. также в других словарях:
συναποικίζω — Α [αποικίζω] αποστέλλομαι ή αναχωρώ μαζί με άλλον για ίδρυση αποικίας … Dictionary of Greek
συναπῳκίσθαι — συναποικίζω go as colonists together perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)