Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συναντῶ

  • 1 συναντώ

    συναντάω
    meet face to face: pres imperat mp 2nd sg
    συναντάω
    meet face to face: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
    συναντάω
    meet face to face: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
    συναντάω
    meet face to face: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
    συναντάω
    meet face to face: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
    συνᾱντῶ, συναντάω
    meet face to face: imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    συναντάω
    meet face to face: pres imperat mp 2nd sg
    συναντάω
    meet face to face: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
    συναντάω
    meet face to face: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)
    συναντάω
    meet face to face: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
    συναντάω
    meet face to face: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)
    συναντάω
    meet face to face: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
    συναντάω
    meet face to face: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > συναντώ

  • 2 συναντῶ

    συναντάω
    meet face to face: pres imperat mp 2nd sg
    συναντάω
    meet face to face: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
    συναντάω
    meet face to face: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
    συναντάω
    meet face to face: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
    συναντάω
    meet face to face: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
    συνᾱντῶ, συναντάω
    meet face to face: imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    συναντάω
    meet face to face: pres imperat mp 2nd sg
    συναντάω
    meet face to face: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
    συναντάω
    meet face to face: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)
    συναντάω
    meet face to face: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
    συναντάω
    meet face to face: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)
    συναντάω
    meet face to face: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
    συναντάω
    meet face to face: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > συναντῶ

  • 3 συναντώ

    (α) μετ.
    1) встречать; 2) наталкиваться, сталкиваться;

    συναντώ μεγάλες δυσκολίες — сталкиваться с большими трудностями;

    συναντιέμαι [-βμαι]

    1) — встречаться;

    θα συναντηθούμε το βράδυ — мы встретимся вечером;

    2) наталкиваться (на что-л.), сталкиваться (с чём-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συναντώ

  • 4 συναντώ

    [синандо] ρ встречать.

    Эллино-русский словарь > συναντώ

  • 5 συναντώ

    rencontrer

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > συναντώ

  • 6 συναντώ

    1) napotykać czas.
    2) spotkać czas.
    3) spotkanie (n) rzecz.
    4) spotykać czas.

    Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό > συναντώ

  • 7 συναντώ

    potkávat

    Ελληνικά-Τσεχικής chlovar > συναντώ

  • 8 συναντώ

    1) encounter
    2) meet

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συναντώ

  • 9 αντίσταση

    [-ις (-εως)] η в разн. знач сопротивление; противодействие;

    αντίσταση του αέρος — сопротивление воздуха;

    τό κίνημα αντίστασης перен. — движение сопротивления;

    αντίσταση κατά τού εχθρόύ — а) сопротивление врагу; — б) оборона, защита от нападения врага;

    αντίσταση κατάντης αρχής — сопротивление властям;

    χωρίς αντίσταση — без сопротивления;

    φέρω αντίσταση — оказывать сопротивление;

    συναντώ αντίσταση — встречать сопротивление;

    τοποθεσία αντίστάσεώς воен. — рубеж сопротивления;

    φωλεά αντίστάσεως воен. — очаг сопротивления;

    κέντρον αντίστάσεως — воен, узел сопротивления

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αντίσταση

  • 10 εναντιότητα

    [-ης (-ητος)] η
    1) противоположность; противоречие; 2) затруднение; неудача; помеха, препятствие;

    συναντώ εναντιότητες — сталкиваться с трудностями;

    η ελάχιστη εναντιότητα τόν αποθαρρύνει — малейшая неудача его обескураживает

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εναντιότητα

  • 11 πότε

    επίρρ. когда?, в какое время?;

    από πότε; — с каких пор?;

    ως πότε (*ραγε); — до каких (же) пор?;

    γιά πότε; — на когда?; — на какое время?;

    γιά πότε ορίστηκε η συνάντηση; — на какое время назначена встреча?;

    §------иногда, время от времени, изредка, временами;

    τον συναντώ πότε πότε — я его время от времени встречаю;

    πότε... πότε то... то...;

    πότε (κάνει) ζέστη πότε κρύο — то жара, то холод;

    πότε δω πότε κεί — то тут, то там

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πότε

См. также в других словарях:

  • συναντώ — συναντῶ, άω, ΝΜΑ, μέσ. και συναντιέμαι Ν 1. βρίσκω κάποιον σε ένα μέρος τυχαία ή και σκόπιμα, απαντώ, ανταμώνω (α. «τόν συνάντησα προχθές στον δρόμο» β. «Σοφοκλεῑ τῷ ποιητῇ ἐν Χίῳ συνήντησα», Ίων Χ.) 2. έρχομαι αντιμέτωπος με κάτι, προσκρούω σε… …   Dictionary of Greek

  • συναντώ — συναντάω / συναντώ (παρατατ. συνήθως ούσα), συνάντησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συναντώ — συνάντησα, συναντήθηκα 1. βρίσκω κάποιον κάπου, ανταμώνω με κάποιον: Τον συνάντησα τυχαία στο δρόμο. 2. αντιμετωπίζω αντίπαλο: Θα συναντηθεί την Κυριακή με έναν ισχυρό αντίπαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συναντῶ — συναντάω meet face to face pres imperat mp 2nd sg συναντάω meet face to face pres subj act 1st sg (attic epic ionic) συναντάω meet face to face pres ind act 1st sg (attic epic ionic) συναντάω meet face to face pres subj act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντάω — ἀντάω (Α) 1. έρχομαι απέναντι σε κάποιον, συναντώ κάποιον 2. συναντώ κάποιον εχθρικά, έρχομαι σε σύγκρουση 3. φθάνω μέχρι, κατάγομαι από 4. παίρνω μέρος σε κάτι, μετέχω σε κάτι 5. παθαίνω κάτι από κάποιον 6. συντυχαίνω, λαχαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ανταίνω — 1. συναντώ 2. μπλέκομαι, συναντώ εμπόδιο, κακό συναπάντημα 3. κατορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντάω «συναντώ», αναλογικά προς άλλα ρ. σε αίνω (πρβλ. απαντώ απανταίνω, καταντώ κατανταίνω), των οποίων ο ενεστ. μεταπλάστηκε σε αίνω υποχωρητικά από τον… …   Dictionary of Greek

  • βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 …   Dictionary of Greek

  • συνάντομαι — ΜΑ (ποιητ. τ.) (μόνο στον ενεστ. και παρατ.) συναντώ αρχ. (ειδικά) συναντώ σε μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄντομαι «συναντώ με φιλική ή εχθρική διάθεση»] …   Dictionary of Greek

  • αντιάω — ἀντιάω κ. (ιων. κ. επ.) ἀντιόω (Α) [αντί] 1.πηγαίνω προς συνάντηση ή προς υποδοχή κάποιου, συναντώ κάποιον φιλικά ή εχθρικά 2. επιδιώκω να συναντήσω κάποιον 3. (για βέλη) βάλλω, χτυπώ 4. (για θεούς) έρχομαι για να δεχθώ ή δέχομαι θυσία 5.μετέχω… …   Dictionary of Greek

  • απαντώ — (AM ἀπαντῶ άω) [αντάω] 1. συναντώ 2. δίνω απάντηση, αποκρίνομαι αρχ. μσν. 1. αντιμετωπίζω, αποκρούω (σε μάχη) 2. αντιμετωπίζω, αντικρούω κάποιον (σε δικαστήριο) αρχ. 1. φθάνω σ έναν τόπο 2. παρουσιάζομαι ένοπλος, μετέχω σε συγκέντρωση οπλισμένων… …   Dictionary of Greek

  • δήω — (I) δήω (Α) βρίσκω, συναντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Συνδέθηκε με αρχ. σλαβ. desiti «βρίσκω», αρχ. ινδ. abhi dāsati «διώκω, επιδιώκω» και αλβ. ndesh «συναντώ»]. (II) δήω (Α) καίω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»