-
1 συναντιλαμβάνομαι
συναντιλαμβάνομαι fut. 3 sg. συναντιλήψεται, 3 pl.-ψονται LXX; 2 aor. συναντελαβόμην (Diod S 14, 8, 2; SIG 412, 7 [270 B.C.]; OGI 267, 26; PHib 82, 18 [perh. 238 B.C.]; PSI 329, 6; 591, 12; LXX; Jos., Ant. 4, 198 [replaced by Niese w. συλλαμβάνομαι].—Dssm., LO 68 [LAE 87f]) ‘take part with’ (EpArist 123 ‘collaborate’), gener. to come to the aid of, be of assistance to, help τινί someone (Ex 18:22; Ps 88:22) Lk 10:40. τὸ πνεῦμα συναντιλαμβάνεται τῇ ἀσθενείᾳ ἡμῶν the Spirit helps us in our weakness Ro 8:26 (v.l. τῆς ἀσθενείας; B-D-F §170, 3; Rob. 529; 573).—New Docs 3, 84. M-M. TW.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > συναντιλαμβάνομαι
-
2 συναντιλαμβάνομαι
+ V 2-0-0-1-0=3 Ex 18,22; Nm 11,17; Ps 88(89),22to assist in supporting [τι] Nm 11,17; to help [τινι] Ex 18,22; neol.?Cf. HORSLEY 1983, 84; MARGOLIS, M. 1906a=1972 79; →MM -
3 συναντιλαμβάνομαι
A help in gaining a thing,τῆς ἐλευθερίας D.S.14.8
; (Delph., iii B.C.);τῆς θεραπείας Phld.Lib.p.19
O.; assist in supporting,τὴν ὁρμὴν τοῦ λαοῦ LXX Nu.11.17
: abs., render assistance,περί τινων PHib.1.82.18
(iii B.C.); (Pergam., iii B.C.).II c. dat., take part with, help, LXXEx.18.22, Ps.88(89).22, Ev.Luc.10.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναντιλαμβάνομαι
См. также в других словарях:
συναντιλαμβάνομαι — ΜΑ βοηθώ, συντρέχω αρχ. 1. βοηθώ κάποιον να αποκτήσει κάτι («συναντιλαβέσθαι τῆς ἐλευθερίας», Διόδ.) 2. βοηθώ στην υποστήριξη («συναντιλήψονται μετὰ σοῡ τὴν ὁρμὴν τοῡ λαοῡ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀντιλαμβάνομαι «βοηθώ»] … Dictionary of Greek
συναντίληψις — ήψεως, ἡ, Μ [συναντιλαμβάνομαι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συναντιλαμβάνομαι* … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
συναντιλήπτωρ — ορος, ὁ, ΜΑ συμβοηθός, συνεργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναντιλαμβάνομαι + επίθημα τωρ (πρβλ. συλ λήπ τωρ)] … Dictionary of Greek
ՆՊԱՍՏ — (ի, ից.) NBH 2 0453 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. (լծ. ապաստան, եւ հուպ աստ). σύμβλημα (հանգանակ). commissio χρεία (պէտք). opus ἑπιτήδευμα studium, diligentia. եւ բայիւ παρέχω (լծ. պարգեւել).… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՕԺԱՆԴԱԿԵՄ — (եցի.) NBH 2 1024 Chronological Sequence: 8c, 10c, 12c, 13c չ. συναντιλαμβάνομαι adjuvo, opitulor χειραγωγέω manuduco. Օգնել, ձեռնտու՝ առաջնորդ եւ սատար լինել. նպաստել. ... ձեռք տալ ... *Ձեռն իմ ասէ օժանդակեսցէ նմա, եւ բազուկ իմ զօրացուսցէ զնա:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)