-
1 συν-αν-οίγνῡμι
συν-αν-οίγνῡμι (s. οἴγνυμι), auch συνανοίγω, Inscr. 76, zugleich od. mit öffnen, Sp.
См. также в других словарях:
συνανοίγω — ΜΑ ανοίγω κάτι μαζί με άλλον ή συγχρόνως με κάτι άλλο … Dictionary of Greek
ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω … Dictionary of Greek