-
1 συναναχρωννυμαι
1) досл. окрашиваться, перен. напитываться Diod.σ. τοῖς ἀνθρωπίνοις ἤθεσιν Plut. — усваивать человеческие нравы
2) смешиваться, общаться(τοῖς πολίταις Plut.)
См. также в других словарях:
συναναχρώννυμι — ΜΑ, και συναναχρώζω Μ 1. μεταδίδω σε κάτι το δικό μου χρώμα ή τη δική μου οσμή («ὁ πέριξ ἀὴρ συναναχρωζόμενος ταῑς ἀπὸ τῶν φυτῶν ἀναφοραῑς», Γεωπ.) 2. παθ. συναναχρώννυμαι α) (για πρόσ.) συγχρωτίζομαι, συναναστρέφομαι β) (για πράγματα)… … Dictionary of Greek