-
1 συνανασκευη
См. также в других словарях:
συνανασκευή — joint refutation fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνανασκευή — ἡ, Α [συνανασκευάζω] ταυτόχρονη ανασκευή, ταυτόχρονη αναίρεση … Dictionary of Greek