Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συναναπέμπω

См. также в других словарях:

  • συναναπέμπω — ΜΑ μσν. 1. αναγνωρίζω ως συγκληρονόμο 2. (κατά τον Θεόφιλ. Αντικήν.) «συναναπέμπεται, τουτέστιν ἐξ ἴσου κληρονομεῑ» αρχ. αναπέμπω μαζί, στέλνω μαζί προς τα άνω («τὰ σώματα τῶν ἀγαθῶν συναναπέμπειν παρὰ φύσιν ἐς οὐρανόν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • συναναπεμπόμενον — συναναπέμπω send up together pres part mp masc acc sg συναναπέμπω send up together pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναναπέμπει — συναναπέμπω send up together pres ind mp 2nd sg συναναπέμπω send up together pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναναπέμπειν — συναναπέμπω send up together pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναναπέμποιτο — συναναπέμπω send up together pres opt mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνανεπέμπετο — συναναπέμπω send up together imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμπω — ΝΜΑ 1. ενεργώ προκειμένου να μεταφερθεί κάποιος ή κάτι σε έναν προορισμό, στέλνω, αποστέλλω 2. στέλνω ή φροντίζω ώστε να σταλεί κάποιος κάπου για χάρη μου νεοελλ. παροιμ. «πέψε μου να σού πέψω» όσο μέ περιποιείσαι σέ περιποιούμαι και εγώ αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»