-
1 συναναμιμνησκω
приводить на память, напоминать(τινί τινος Plut.)
συναναμνησθείς τινί τι Plat. — вспомнив вместе с кем-л. что-л. -
2 συναναμιμνήσκω
A remind together, τινων of things, Plu.2.397e; bring to mind together with,σ. αὐτοῖς καὶ τὰ λοιπά Gal.15.510
:—[voice] Pass., recall together with, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναναμιμνήσκω
-
3 συναναμιμνήσκω
συν-ανα-μιμνήσκω, mit oder zugleich erinnern; pass. sich zugleich erinnern
См. также в других словарях:
συναναμιμνήσκω — Α 1. υπενθυμίζω κάτι μαζί με κάποιον άλλον 2. υπενθυμίζω επίσης κάτι … Dictionary of Greek
μιμνήσκω — (ΑΜ, Α αιολ. τ. μιμναΐσκω) (μέσ. παθ.) μιμνήσκομαι α) ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι («μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ) β) κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω («πρῶτος εἰπὼν καὶ μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης», Δημοσθ.) γ) εντείνω… … Dictionary of Greek