-
1 συνανακεραννυμι
смешивать вместеκωνείῳ συνανακραθεῖσα φιλοτησία Luc. — заздравная чаша с примесью цикуты;
αἱ Περσικαὴ πράξεις ταῖς Ἑλληνικαῖς μᾶλλον συνανεκράθησαν Plut. — взаимоотношения между персами и греками стали теснее -
2 συνανακεράννῡμι
-
3 συν-ανα-κίρνημι
συν-ανα-κίρνημι, = συνανακεράννυμι, praes. pass. bei S. Emp. pyrrh. 3, 59.