-
1 συναμυνω
-
2 συναμύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναμύνω
-
3 συναμύνω
συν-αμύνω, mit abwehren, beistehen
См. также в других словарях:
συναμύνω — Α βοηθώ, συντρέχω κάποιον … Dictionary of Greek
αμύνομαι — (Α ἀμύνομαι και ἀμύνω) 1. βρίσκομαι σε άμυνα 2. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον 3. υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι, προασπίζω, προστατεύω την ακεραιότητα του, δίνω μάχη, αγωνίζομαι γι’ αυτόν (για τις συντάξεις… … Dictionary of Greek