-
1 συναμπεχω
-
2 συναμπέχω
A cover up together or closely, wrap up, :—[voice] Med., τί συναμπίσχῃ κόρας; why dost veil thine eyes? E.HF 1111.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναμπέχω
-
3 συναμπέχω,
συν-αμπ-έχω, u. συν-αμπ-ίσχω, mit, zugleich umgeben, umhüllen, bedecken -
4 ξυναμπέχεις
συναμπέχωcover up together: pres ind act 2nd sg
См. также в других словарях:
συναμπέχω — και συναμπίσχω Α περιβάλλω, καλύπτω τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀμπέχω «περιβάλλω, περικλείω, σκεπάζω»] … Dictionary of Greek
ξυναμπέχεις — συναμπέχω cover up together pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
συναμπίσχω — Α βλ. συναμπέχω … Dictionary of Greek