-
1 συναλισκομαι
быть вместе взятым в плен Plut.σ. τινι Diog.L. — попадать в плен вместе с кем-л.
См. также в других словарях:
συναλίσκομαι — Α 1. αιχμαλωτίζομαι μαζί με άλλους 2. (για ψάρια ή ζώα) πιάνομαι στο δίχτυ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἁλίσκομαι «αιχμαλωτίζομαι, συλλαμβάνομαι»] … Dictionary of Greek