Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συναλιάζω

См. также в других словарях:

  • συναλιάζω — Α συναλίζω* (Ι), συναθροίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἁλία (Ι) «λαϊκή συνάθροιση, συνέλευση»] …   Dictionary of Greek

  • συναλίαξε — συναλιάζω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλίασμα — ἁλίασμα, το (Α) ψήφισμα, δόγμα τής συνελεύσεως, τής «αλίας» ή συνεδρία, σύνοδος τής αλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἁλιάζομαι (πρβλ. συναλιάζω «συνάγω, συναθροίζω») < ἁλία (Ι)] …   Dictionary of Greek

  • αλίασσις — ἁλίασσις ( ιος), η (Α) συνέλευση τής αλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἁλιάζομαι (πρβλ. συναλιάζω «συνάγω, συναθροίζω») < ἁλία (Ι)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»