-
1 συναλιαζω
См. также в других словарях:
συναλιάζω — Α συναλίζω* (Ι), συναθροίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἁλία (Ι) «λαϊκή συνάθροιση, συνέλευση»] … Dictionary of Greek
συναλίαξε — συναλιάζω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλίασμα — ἁλίασμα, το (Α) ψήφισμα, δόγμα τής συνελεύσεως, τής «αλίας» ή συνεδρία, σύνοδος τής αλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἁλιάζομαι (πρβλ. συναλιάζω «συνάγω, συναθροίζω») < ἁλία (Ι)] … Dictionary of Greek
αλίασσις — ἁλίασσις ( ιος), η (Α) συνέλευση τής αλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἁλιάζομαι (πρβλ. συναλιάζω «συνάγω, συναθροίζω») < ἁλία (Ι)] … Dictionary of Greek